Οι επανειλημμένες προειδοποιήσεις των κεντρικών τραπεζιτών ότι υπάρχουν όρια στη νομισματική πολιτική και σε όσα μπορούν να κάνουν ώστε να ενισχύσουν την αναιμική παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να σημαίνει πως ετοιμάζονται να οπισθοχωρήσουν και να δώσουν τη σκυτάλη στις κυβερνήσεις.
Ωστόσο η συνεχής ροή νέων στοιχείων και ο τόνος που έχουν υιοθετήσει εσχάτως οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι σύμβουλοί τους δείχνουν προς διαφορετική κατεύθυνση: αντί να οπισθοχωρήσουν, οι κεντρικοί τραπεζίτες προετοιμάζονται για την ημέρα που ίσως χρειαστεί να κάνουν περισσότερα, ακόμη και υπό τον κίνδυνο να ανταγωνιστούν ευθέως τους πολιτικούς που υποστηρίζουν πως οι κεντρικοί τραπεζίτες κατέχουν ήδη υπερβολική δύναμη.
Η αλλαγή στάσης γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι οι Αμερικανοί κεντρικοί τραπεζίτες παραδέχονται πως δεν σκοπεύουν να δώσουν σύντομα στην αγορά τα ομόλογα και στεγαστικά δάνεια που είχαν αγοράσει κατά την περίοδο της κρίσης ή ότι η μαζική αγορά περιουσιακών στοιχείων (QE) είναι ένα εργαλείο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και στο μέλλον.
Η αλλαγή στάσης γίνεται αντιληπτή και από τα σχόλια των Βρετανών κεντρικών τραπεζιτών, που παρουσιάζουν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης σαν σχεδόν μόνιμου χαρακτήρα μέτρα ή από την πολιτική της Τράπεζας της Ιαπωνίας, που πλέον προσπαθεί να επηρεάσει τα επιτόκια δανεισμού μακροπρόθεσμα. Κινητήριος δύναμη όλων αυτών των εξελίξεων είναι η διαφαινόμενη συμφωνία των κεντρικών τραπεζιτών ανά τον κόσμο πως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει αλλάξει θεμελιωδώς την οικονομία και έχει οδηγήσει σε χαμηλό πληθωρισμό, αναιμική ανάπτυξη, μειωμένη παραγωγικότητα και σε επιτόκια δανεισμού που παραμένουν κοντά στο μηδέν. «Θα μπορούσαμε να έχουμε κολλήσει σε μια νέα ισορροπία που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανάπτυξη και επαναλαμβανόμενη προσφυγή σε αντισυμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής», είχε πει την περασμένη εβδομάδα ο Στάνλεϊ Φίσερ, αντιπρόεδρος της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed). Οι κεντρικοί τραπεζίτες απέρριπταν επί χρόνια ένα τέτοιο σενάριο λέγοντας ότι η επιβράδυνση της οικονομικής ανάκαμψης οφείλεται σε προσωρινούς παράγοντες και προετοίμαζαν την επιστροφή σε συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής.
Ομως στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών η αισιοδοξία έδωσε τη θέση της στην παραδοχή πως η επιστροφή ίσως αποδειχτεί πιο δύσκολη. Τα επιτόκια δανεισμού θα διατηρηθούν σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι πίστευαν οι Αμερικανοί κεντρικοί τραπεζίτες μόλις ένα χρόνο νωρίτερα και οι αγορές περιουσιακών στοιχείων (QE) παρουσιάζονται πλέον ως δυνητικά μόνιμο εργαλείο. Οι κεντρικοί τραπεζίτες εξακολουθούν να υπενθυμίζουν στις κυβερνήσεις πως θα έπρεπε να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη με μεταρρυθμίσεις και, όπου είναι εφικτό, μέσω της αύξησης δαπανών για έργα υποδομής. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες αναγνωρίζουν πλέον πως ίσως να μην μπορέσουν απλώς να μεταθέσουν το πρόβλημα σε κάποιον άλλον και ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή ώστε να προετοιμαστούν για πιο επιθετική νομισματική πολιτική που ενδέχεται να καταστεί απαραίτητη στο μέλλον.
Κατά την περασμένη εβδομάδα, αξιωματούχοι του ΔΝΤ αμφισβήτησαν την παραδοχή δεκαετιών περί διαχωρισμού νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής προτείνοντας ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα έπρεπε να υποστηρίζουν μέσω των χαμηλότερων επιτοκίων δανεισμού τις κρατικές δαπάνες για έργα υποδομής. Παρ’ όλα αυτά, η ανάληψη ακόμη πιο πολλών πρωτοβουλιών από τους κεντρικούς τραπεζίτες θα μπορούσε να αποτελέσει πολιτική πρόκληση. Στην περίπτωση της ΕΚΤ, υπάρχουν νομικής φύσεως περιορισμοί και ορισμένοι Γερμανοί και Ολλανδοί πολιτικοί έχουν υποστηρίξει πως η ΕΚΤ το έχει παρακάνει με τα αρνητικά επιτόκια δανεισμού και τις αγορές κρατικών ομολόγων.
Ωστόσο η συνεχής ροή νέων στοιχείων και ο τόνος που έχουν υιοθετήσει εσχάτως οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι σύμβουλοί τους δείχνουν προς διαφορετική κατεύθυνση: αντί να οπισθοχωρήσουν, οι κεντρικοί τραπεζίτες προετοιμάζονται για την ημέρα που ίσως χρειαστεί να κάνουν περισσότερα, ακόμη και υπό τον κίνδυνο να ανταγωνιστούν ευθέως τους πολιτικούς που υποστηρίζουν πως οι κεντρικοί τραπεζίτες κατέχουν ήδη υπερβολική δύναμη.
Η αλλαγή στάσης γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι οι Αμερικανοί κεντρικοί τραπεζίτες παραδέχονται πως δεν σκοπεύουν να δώσουν σύντομα στην αγορά τα ομόλογα και στεγαστικά δάνεια που είχαν αγοράσει κατά την περίοδο της κρίσης ή ότι η μαζική αγορά περιουσιακών στοιχείων (QE) είναι ένα εργαλείο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και στο μέλλον.
Η αλλαγή στάσης γίνεται αντιληπτή και από τα σχόλια των Βρετανών κεντρικών τραπεζιτών, που παρουσιάζουν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης σαν σχεδόν μόνιμου χαρακτήρα μέτρα ή από την πολιτική της Τράπεζας της Ιαπωνίας, που πλέον προσπαθεί να επηρεάσει τα επιτόκια δανεισμού μακροπρόθεσμα. Κινητήριος δύναμη όλων αυτών των εξελίξεων είναι η διαφαινόμενη συμφωνία των κεντρικών τραπεζιτών ανά τον κόσμο πως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει αλλάξει θεμελιωδώς την οικονομία και έχει οδηγήσει σε χαμηλό πληθωρισμό, αναιμική ανάπτυξη, μειωμένη παραγωγικότητα και σε επιτόκια δανεισμού που παραμένουν κοντά στο μηδέν. «Θα μπορούσαμε να έχουμε κολλήσει σε μια νέα ισορροπία που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανάπτυξη και επαναλαμβανόμενη προσφυγή σε αντισυμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής», είχε πει την περασμένη εβδομάδα ο Στάνλεϊ Φίσερ, αντιπρόεδρος της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed). Οι κεντρικοί τραπεζίτες απέρριπταν επί χρόνια ένα τέτοιο σενάριο λέγοντας ότι η επιβράδυνση της οικονομικής ανάκαμψης οφείλεται σε προσωρινούς παράγοντες και προετοίμαζαν την επιστροφή σε συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής.
Ομως στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών η αισιοδοξία έδωσε τη θέση της στην παραδοχή πως η επιστροφή ίσως αποδειχτεί πιο δύσκολη. Τα επιτόκια δανεισμού θα διατηρηθούν σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι πίστευαν οι Αμερικανοί κεντρικοί τραπεζίτες μόλις ένα χρόνο νωρίτερα και οι αγορές περιουσιακών στοιχείων (QE) παρουσιάζονται πλέον ως δυνητικά μόνιμο εργαλείο. Οι κεντρικοί τραπεζίτες εξακολουθούν να υπενθυμίζουν στις κυβερνήσεις πως θα έπρεπε να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη με μεταρρυθμίσεις και, όπου είναι εφικτό, μέσω της αύξησης δαπανών για έργα υποδομής. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες αναγνωρίζουν πλέον πως ίσως να μην μπορέσουν απλώς να μεταθέσουν το πρόβλημα σε κάποιον άλλον και ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή ώστε να προετοιμαστούν για πιο επιθετική νομισματική πολιτική που ενδέχεται να καταστεί απαραίτητη στο μέλλον.
Κατά την περασμένη εβδομάδα, αξιωματούχοι του ΔΝΤ αμφισβήτησαν την παραδοχή δεκαετιών περί διαχωρισμού νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής προτείνοντας ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα έπρεπε να υποστηρίζουν μέσω των χαμηλότερων επιτοκίων δανεισμού τις κρατικές δαπάνες για έργα υποδομής. Παρ’ όλα αυτά, η ανάληψη ακόμη πιο πολλών πρωτοβουλιών από τους κεντρικούς τραπεζίτες θα μπορούσε να αποτελέσει πολιτική πρόκληση. Στην περίπτωση της ΕΚΤ, υπάρχουν νομικής φύσεως περιορισμοί και ορισμένοι Γερμανοί και Ολλανδοί πολιτικοί έχουν υποστηρίξει πως η ΕΚΤ το έχει παρακάνει με τα αρνητικά επιτόκια δανεισμού και τις αγορές κρατικών ομολόγων.
kathimerini.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου