Το Σύνταγμα της Χώρας είναι η συμπυκνωμένη θεσμική έκφραση της πολιτιστικής και εθνικής μας ταυτότητας. Δεν εκφράζει, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να εκφράζει, τη συγκυριακή πολιτική ισορροπία, αλλά τη διαχρονική αποτύπωση του αξιακού κώδικα, στον οποίο πιστεύουν η κοινωνία και το έθνος μας. Για αυτό και η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν πρέπει να βλέπει ως ορίζοντα τις επόμενες εκλογές αλλά τις επόμενες γενιές. Ζητήματα πολιτικής αναποτελεσματικότητας ή ανεπάρκειας κυβερνήσεων είναι λάθος να αποδίδονται στο Σύνταγμα. Το τελειότερο Σύνταγμα μπορεί να αποδομηθεί και να μεταμορφωθεί σε «ιδεολογικό σκάφος που ταξιδεύει με σημαίες ευκαιρίας»1 από μια ηγεσία που δεν το σέβεται και το χρησιμοποιεί καταχρηστικά, ενώ ένα μέτριο Σύνταγμα μπορεί να αναδειχθεί σε πολύτιμο θεσμικό εργαλείο στα χέρια μιας υπεύθυνης, σώφρονος και αποτελεσματικής πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας.
Άρα, κάθε αναθεωρητική διαδικασία είναι επιτυχής, όπως και η συνταγματική μας ιστορία αποδεικνύει, όταν προωθεί τη θεσμική λογική και όχι όταν βυθίζεται στη νοοτροπία του νομικισμού και στις μικροκομματικές ισορροπίες των εντυπώσεων ή όταν ο συνταγματικός οίστρος μεταπίπτει σε άσκοπη πλειοδοσία μη ουσιαστικής πολιτικής παράστασης. Βέβαια, αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να γίνει μόνο κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 του Συντάγματος και, κατ' ακολουθία, μόνο με τήρηση όλων των όρων και προϋποθέσεων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Τόσον από πλευράς χρόνου εκκίνησης της διαδικασίας, όσο και από πλευράς ουσίας της όλης αναθεώρησης. Για να γίνω σαφέστερη: το άρθρο 110 συνθέτει τη sedes materiae του Συντάγματος, δεδομένου ότι από αυτό προκύπτει ο -συστατικός της θεσμικής πεμπτουσίας του- αυστηρός χαρακτήρας του. Ήτοι η αδυναμία τροποποίησής του με διατάξεις υποδεέστερης τυπικής ισχύος. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ιδίως το άρθρο 110 περιλαμβάνεται, από την ίδια του τη φύση, στις μη αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος. Αναγκαία απόληξη των ως άνω συλλογισμών είναι, λοιπόν, το ότι a fortiori ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι είναι δυνατόν η αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος να κινηθεί εκτός του θεσμικού πλαισίου.
Επισημαίνεται, όμως, πως στην εποχή μας οι εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα τρέχουν γρηγορότερα από την πολιτική και τα κράτη. Ακόμη και κοινοί νόμοι είναι ξεπερασμένοι την ώρα που ψηφίζονται. Αυτό δεν πρέπει να επηρεάζει όμως τον συνταγματικό νομοθέτη, ο οποίος έχει άλλο ρόλο. Πρώτον, να προστατεύει τον διαχρονικό κώδικα αρχών και αξιών του λαού και του έθνους και, δεύτερον, να συμβάλει στον προσδιορισμό του στρατηγικού μας προσανατολισμού, διευκολύνοντας και όχι φρενάροντας δογματικά την προσέγγισή του. Τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, για να επιτύχουν την επιδιωκόμενη ταχύτητα και ευελιξία, προτίμησαν, κατά κανόνα, να ελαστικοποιήσουν, να διευκολύνουν και να επιταχύνουν την αναθεωρητική διαδικασία. Η Ελλάδα, μετά το 1975, λόγω των ιστορικών της περιπετειών και της πολιτιστικής της ιδιαιτερότητας, προστάτευσε τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματός της και επιβράδυνε την αναθεωρητική διαδικασία, διότι, ειδάλλως, οι πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να μετατρέψουν εκάστοτε την κορυφαία θεσμική διαδικασία σε κομματική αντιπαράθεση, χωρίς μάλιστα να έχει αναπτυχθεί κουλτούρα συνεργασίας. Ωστόσο, το Σύνταγμα του 1975 έχει αποδειχθεί ότι είναι το καλύτερο και μακροβιότερο ίσως Σύνταγμα της πατρίδας μας, επειδή όχι μόνο παρείχε υπόσχεση δημοκρατίας, δικαιωμάτων και Ευρώπης, υπόσχεση που κατά βάση τήρησε, αλλά πολύ περισσότερο, προστάτευσε την ευελιξία του ιδίου του corpus του. Δηλαδή, δεν εγκλωβίστηκε σε γενικές γραμμές σε λεπτομέρειες. Δεν επέβαλε ιδεολογικά καλούπια και αποστασιοποιήθηκε από δογματισμούς. Με άλλα λόγια, το Σύνταγμα του 1975 διασφάλισε με τρόπο ευφυή και νηφάλιο την προσαρμοστικότητα του πολιτειακού και πολιτικού μας συστήματος στις εξελίξεις, δείχνοντας θεσμική εμπιστοσύνη στον εκάστοτε κοινό νομοθέτη, που εκφράζει κάθε φορά τη λαϊκή βούληση. Ήταν ένα Σύνταγμα που έπλασε τη μεταπολιτευτική πολιτική κουλτούρα και διευκόλυνε τη σημερινή ευρωπαϊκή προοπτική. Δυστυχώς, τα επόμενα Συντάγματα, του 1986, του 2001 και του 2007 προσδιορίστηκαν, παρά τα όποια θετικά χαρακτηριστικά τους προσαρμογής επιμέρους παραμέτρων του Συντάγματος στις ανάγκες της εποχής2, από τη βουτιά στο νομικισμό και στη φλυαρία, που σύντομα ξεπεράστηκαν από τη νέα συγκυρία και κυρίως από την ατολμία να γίνουν θεσμικές ανατροπές, οι οποίες θα μπορούσαν να προσδώσουν μια νέα δυναμική στην Οικονομία μας, μια ακόμη πιο νέα προοπτική στην Πολιτεία και μια νέα νοοτροπία στην Κοινωνία μας3. Και ακόμα περισσότερο δεν πέτυχαν να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες δυσλειτουργίες και στρεβλώσεις, δίνοντας περισσότερο λόγο στη νέα γενιά, που έχει γαλουχηθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, των τεχνολογικών εξελίξεων αλλά και των οικονομικών στερήσεων. Στο σημείο όμως τούτο πρέπει να τονισθεί και το σημαντικό θετικό θεσμικό «πρόσημο» των ως άνω αναθεωρήσεων, το οποίο έγκειται στο ότι, για πρώτη ουσιαστικώς φορά στη συνταγματική μας διαδρομή, ολοκληρώθηκαν lege artis. Ήτοι κατά πλήρη σεβασμό των περί αναθεώρησης του Συντάγματος διατάξεων του άρθρου 110.
indeepanalysis.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου