Σήμερα η πολιτική πραγματικότητα στην Ιταλία συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ευρωζώνη το 2017, όπως είχε αντιστοίχως συμβεί και το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Ισως ο κίνδυνος αυτός να έχει ενταθεί κάπως με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας, η οποία ενδεχομένως να ανοίγει τον δρόμο για πρόωρες εκλογές ίσως τον Ιούνιο. Ως μία από τις μείζονες μεταρρυθμίσεις του, όταν ήταν πρωθυπουργός, ο Ματέο Ρέντσι είχε εισαγάγει εκλογικό νόμο βάσει του οποίου οι βουλευτικές εκλογές θα γίνονταν σε δύο γύρους και το κόμμα που θα επικρατούσε στον δεύτερο γύρο θα λάμβανε μπόνους εδρών που θα του εξασφάλιζε την πλειοψηφία στη Βουλή.
Ενα από τα σοβαρότερα επιχειρήματα κατά της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών ήταν η ανάγκη να τροποποιηθεί ο εκλογικός νόμος. Το ισχυρότερο κόμμα λαμβάνει πλειοψηφία στην Κάτω Βουλή εάν εξασφαλίσει τουλάχιστον 40% των ψήφων. Ειδάλλως, θα γίνει μία κανονική κατανομή εδρών χωρίς μπόνους, απαιτώντας από τα κόμματα να συγκροτήσουν κυβέρνηση συνασπισμού και να κυβερνήσουν. Η Ιταλία δεν χρειάζεται νέες εκλογές ενόψει της προγραμματισμένης λήξης της θητείας του Κοινοβουλίου στον Μάιο του 2018. Με τη στήριξη ολιγάριθμων μικρών κεντρώων κομμάτων, οι κυβερνώντες (κεντροαριστεροί) Δημοκράτες έχουν μια κάπως ασταθή πλειοψηφία και στα δύο σώματα της Βουλής. Η μεγαλύτερη μερίδα της αντιπολίτευσης, όπως το ριζοσπαστικό Κίνημα των 5 Αστέρων, επιθυμεί πρόωρες εκλογές και αυτό είναι το αναμενόμενο. Η ουσία έχει να κάνει με το εάν μέλη της κυβέρνησης έχουν την ίδια επιδίωξη. Στο σημείο αυτό έγκειται και ο κίνδυνος, εφόσον ο ηγέτης των Δημοκρατών, Ματέο Ρέντσι, ηττήθηκε στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Πέραν του ότι άλλος τίθεται επικεφαλής του κόμματός του, η κυβέρνησή του εξακολουθεί να κυβερνά χωρίς αλλαγές. Εντούτοις, ο γεμάτος ζωντάνια και ενεργητικότητα Ρέντσι ίσως επιθυμήσει να επιστρέψει στην πρώτη θέση, εξασφαλίζοντας την εντολή να το κάνει με τις πρόωρες εκλογές. Οπως συνέβη στην περίπτωση του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, με την αποτυχία του δημοψηφίσματος, έτσι και ο Ματέο Ρέντσι μπορεί να μπει στον πειρασμό να αναλάβει το ρίσκο μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης ίσως τον Ιούνιο, ακόμη κι αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να το πράξει.
Οι σημερινές δημοσκοπήσεις φανερώνουν πως ούτε οι Δημοκράτες του Ρέντσι ούτε το Κίνημα των 5 Αστέρων θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν το 40% των ψήφων για μια σαφή πλειοψηφία εδρών. Το πιο πιθανό θα ήταν μετά τις πρόωρες εκλογές να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των Δημοκρατών του Ρέντσι και της κεντροδεξιάς «Φόρτσα Ιτάλια» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πιθανώς και με τη συμμετοχή μικρότερων κεντρώων κομμάτων. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου αμελητέο το ενδεχόμενο οι 5 Αστέρες να συμφωνήσουν να συνεργαστούν με την ακροδεξιά «Λίγκα του Βορρά» και την ακόμα χειρότερη «Αδελφοί της Ιταλίας» και να κερδίσουν την πλειοψηφία των εδρών όλοι μαζί. Ολα τα ανωτέρω κόμματα συγκεντρώνουν στις σημερινές δημοσκοπήσεις περίπου το 43% του εκλογικού σώματος, ενώ έχουν καταλήξει στο ότι είτε επιθυμούν δημοψήφισμα για την παραμονή στο ευρώ (Κίνημα 5 Αστέρων) ή να εγκαταλείψουν πάραυτα το ευρώ (τα άλλα δύο). Οπως επισημάναμε στην έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας το 2017, θεωρούμε πιθανότητα ενός 5% να ψηφίσει η Ιταλία την αποχώρησή της από το ευρώ. Ακόμα και μετά την τελευταία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ο κίνδυνος παραμένει περιορισμένος, καθώς η πλειονότητα των Ιταλών διάκειται υπέρ του ευρώ, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για διεθνείς συνθήκες, όπως εκείνη η οποία θεσμοθέτησε το κοινό νόμισμα, και η όποια τροποποίηση του Συντάγματος φαίνεται δυσκολότατη, όπως αποδείχθηκε τον Δεκέμβριο του 2016. Επιπροσθέτως, λίγοι από το βαθιά διχασμένο Κίνημα των 5 Αστέρων δεν θα ψήφιζαν για την έξοδο από την Ευρωζώνη – και πάλι ο κίνδυνος δεν είναι μηδενικός. Η πολιτική αστάθεια επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη επί της Ιταλίας, αποτρέποντας τις επενδύσεις και δυσχεραίνοντας τις απόπειρές της να συγκεντρώσει κεφάλαια με στόχο την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών.
Ενα από τα σοβαρότερα επιχειρήματα κατά της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών ήταν η ανάγκη να τροποποιηθεί ο εκλογικός νόμος. Το ισχυρότερο κόμμα λαμβάνει πλειοψηφία στην Κάτω Βουλή εάν εξασφαλίσει τουλάχιστον 40% των ψήφων. Ειδάλλως, θα γίνει μία κανονική κατανομή εδρών χωρίς μπόνους, απαιτώντας από τα κόμματα να συγκροτήσουν κυβέρνηση συνασπισμού και να κυβερνήσουν. Η Ιταλία δεν χρειάζεται νέες εκλογές ενόψει της προγραμματισμένης λήξης της θητείας του Κοινοβουλίου στον Μάιο του 2018. Με τη στήριξη ολιγάριθμων μικρών κεντρώων κομμάτων, οι κυβερνώντες (κεντροαριστεροί) Δημοκράτες έχουν μια κάπως ασταθή πλειοψηφία και στα δύο σώματα της Βουλής. Η μεγαλύτερη μερίδα της αντιπολίτευσης, όπως το ριζοσπαστικό Κίνημα των 5 Αστέρων, επιθυμεί πρόωρες εκλογές και αυτό είναι το αναμενόμενο. Η ουσία έχει να κάνει με το εάν μέλη της κυβέρνησης έχουν την ίδια επιδίωξη. Στο σημείο αυτό έγκειται και ο κίνδυνος, εφόσον ο ηγέτης των Δημοκρατών, Ματέο Ρέντσι, ηττήθηκε στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Πέραν του ότι άλλος τίθεται επικεφαλής του κόμματός του, η κυβέρνησή του εξακολουθεί να κυβερνά χωρίς αλλαγές. Εντούτοις, ο γεμάτος ζωντάνια και ενεργητικότητα Ρέντσι ίσως επιθυμήσει να επιστρέψει στην πρώτη θέση, εξασφαλίζοντας την εντολή να το κάνει με τις πρόωρες εκλογές. Οπως συνέβη στην περίπτωση του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, με την αποτυχία του δημοψηφίσματος, έτσι και ο Ματέο Ρέντσι μπορεί να μπει στον πειρασμό να αναλάβει το ρίσκο μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης ίσως τον Ιούνιο, ακόμη κι αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να το πράξει.
Οι σημερινές δημοσκοπήσεις φανερώνουν πως ούτε οι Δημοκράτες του Ρέντσι ούτε το Κίνημα των 5 Αστέρων θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν το 40% των ψήφων για μια σαφή πλειοψηφία εδρών. Το πιο πιθανό θα ήταν μετά τις πρόωρες εκλογές να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των Δημοκρατών του Ρέντσι και της κεντροδεξιάς «Φόρτσα Ιτάλια» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πιθανώς και με τη συμμετοχή μικρότερων κεντρώων κομμάτων. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου αμελητέο το ενδεχόμενο οι 5 Αστέρες να συμφωνήσουν να συνεργαστούν με την ακροδεξιά «Λίγκα του Βορρά» και την ακόμα χειρότερη «Αδελφοί της Ιταλίας» και να κερδίσουν την πλειοψηφία των εδρών όλοι μαζί. Ολα τα ανωτέρω κόμματα συγκεντρώνουν στις σημερινές δημοσκοπήσεις περίπου το 43% του εκλογικού σώματος, ενώ έχουν καταλήξει στο ότι είτε επιθυμούν δημοψήφισμα για την παραμονή στο ευρώ (Κίνημα 5 Αστέρων) ή να εγκαταλείψουν πάραυτα το ευρώ (τα άλλα δύο). Οπως επισημάναμε στην έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας το 2017, θεωρούμε πιθανότητα ενός 5% να ψηφίσει η Ιταλία την αποχώρησή της από το ευρώ. Ακόμα και μετά την τελευταία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ο κίνδυνος παραμένει περιορισμένος, καθώς η πλειονότητα των Ιταλών διάκειται υπέρ του ευρώ, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για διεθνείς συνθήκες, όπως εκείνη η οποία θεσμοθέτησε το κοινό νόμισμα, και η όποια τροποποίηση του Συντάγματος φαίνεται δυσκολότατη, όπως αποδείχθηκε τον Δεκέμβριο του 2016. Επιπροσθέτως, λίγοι από το βαθιά διχασμένο Κίνημα των 5 Αστέρων δεν θα ψήφιζαν για την έξοδο από την Ευρωζώνη – και πάλι ο κίνδυνος δεν είναι μηδενικός. Η πολιτική αστάθεια επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη επί της Ιταλίας, αποτρέποντας τις επενδύσεις και δυσχεραίνοντας τις απόπειρές της να συγκεντρώσει κεφάλαια με στόχο την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών.
* Ο αρθρογράφος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.
kathimerini.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου