Umberto Eco: Ζήτω! Είμαι ηλίθιος!

 

Umberto Eco, χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας, [έκδοση ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2016, μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη, σελίδες 36-38].
Τις προάλλες στη Μαδρίτη, πήγα να προγευματίσω με τον βασιλέα μου. Μη με παρεξηγείτε: παρότι τρέφω φλογερά δημοκρατικά αισθήματα, πριν από δυο χρόνια χρίστηκα δούκας του Βασιλείου της Ρεντόντα, και αυτό το δουκικό αξίωμα το μοιράζομαι με τον Πέδρο Αλμοδόβαρ, την Αντόνια Σούζαν Μπάιατ, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, του Αρτούρο Πέρεζ-Ρεβέρτε, τον Φερνάντο Σαβάτερ, τον Πιέτρο Τσιτάτι, τον Κλάουντιο Μάγκρις, τον Ρέι Μπράντμπερι και μερικούς άλλους, που όλοι μας έχουμε το κοινό χαρακτηριστικό να είμαστε συμπαθείς στον βασιλέα.
Λοιπόν, η νήσος Ρεντόντα είναι στις Δυτικές Ινδίες, έχει έκταση τριάντα τετραγωνικά χιλιόμετρα (κανονικό μαντιλάκι), είναι εντελώς ακατοίκητη και πιστεύω ότι κανείς από τους μονάρχες της δεν πάτησε ποτέ το πόδι του εκεί. Την είχε αγοράσει το 1865 ένας τραπεζίτης, ο Μάθιου Ντόουντι Σιλ, που ζήτησε από τη βασίλισσα Βικτωρία να την κάνει αυτόνομο βασίλειο, πράγμα που η Αυτής Μεγαλειότητα δέχτηκε χωρίς προβλήματα, γιατί δεν έβλεπε καμία απειλή για την αποικιοκρατική βρετανική αυτοκρατορία. Με το πέρασμα των δεκαετιών, το νησί πέρασε από διάφορους μονάρχες, μερικοί από τους οποίους πούλησαν τον τίτλο αρκετές φορές, προκαλώντας συγκρούσεις ανάμεσα στους διεκδικητές (και αν θέλετε να μάθετε όλη την πολυδυναστική ιστορία, ψάξτε τη Redonda στη Wikipedia) και το 1997 ο τελευταίος τον απαρνήθηκε για χάρη ενός φημισμένου Ισπανού συγγραφέα, του Χαβιέρ Μαρίας (που έχει μεταφραστεί ευρύτατα και στην Ιταλία), ο οποίος άρχισε να μοιράζει δουκικούς τίτλους δεξιά κι αριστερά.
Αυτή είναι ολόκληρη η ιστορία που φυσικά έχει ένα άρωμα παραφυσικής παράνοιας, αλλά τέλος πάντων, δε γίνεσαι δούκας κάθε μέρα. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό: είναι ότι στη διάρκεια της συζήτησης μας ο Μαρίας είπε κάτι που αξίζει να το αναλογιστούμε. Μιλούσαμε για το προφανές γεγονός ότι σήμερα ο κόσμος είναι διατεθειμένος να κινήσει γη και ουρανό προκειμένου να εμφανιστεί στην οθόνη, έστω και σαν τον ηλίθιο που κάνει γεια σου, γεια σου πίσω απ’ αυτόν που δίνει συνέντευξη. Στην Ιταλία πρόσφατα, ο αδελφός μιας κοπέλας που δολοφονήθηκε βάρβαρα, αφού γεύτηκε χάρη στον πόνο του τις τιμές των δελτίων ειδήσεων, πήγε στον Λέλε Μόρα [Ιταλός μάνατζερ και κυνηγός ταλέντων] ζητώντας του ένα τηλεοπτικό συμβόλαιο για να μπορέσει να εκμεταλλευτεί την τραγική του φήμη, και ξέρουμε ανθρώπους που, προκειμένου να εμφανιστούν στη σκηνή των δελτίων, είναι διατεθειμένοι να δηλώσουν ότι είναι κερατάδες, χαντούμηδες ή απατεώνες, ενώ οι ψυχολόγοι της εγκληματολογίας δέχονται ότι αυτό που υποκινεί τους serial killers είναι η επιθυμία να αποκαλυφθούν και να γίνουν διάσημοι.
Γιατί αυτή η τρέλα; αναρωτήθηκε. Ο Μαρίας έκανε την εικασία ότι τα όσα συμβαίνουν σήμερα έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι άνθρωποι έπαψαν πια να πιστεύουν στον Θεό. Κάποτε οι άνθρωποι ήταν πεπεισμένοι ότι κάθε πράξη τους είχε τουλάχιστον ένα Θεατή, ο οποίος ήξερε όλες τις πράξεις (και τις σκέψεις) του, μπορούσε να τους καταλάβει και, αν χρειαζόταν, να τους καταδικάσει. Μπορεί να ήταν ένας απόβλητος, ένας άχρηστος, ένας «γκαντέμης» που δεν του έδινε κανείς σημασία, που θα τον ξεχνούσαν όλοι ένα λεπτό μετά την εξαφάνιση του, αλλά έτρεφε την πεποίθηση ότι τουλάχιστον Ένας ήξερε τα πάντα για μας.
«Μόνον ο Θεός ξέρει τι τράβηξα», έλεγε η ανάπηρη και ξεχασμένη από τα εγγόνια της γιαγιά. «Μάρτυς μου ο Θεός, είμαι αθώος», παρηγοριόταν αυτός που είχε καταδικαστεί άδικα. «Ο Θεός ξέρει πόσα έκανα για σένα», έλεγε η μάνα στο αχάριστο παιδί. «Μόνον ο Θεός ξέρει πόσο σ’ αγαπώ», φώναζε ο εγκαταλελειμμένος εραστής. «Μόνον ο Θεός ξέρει τι πέρασα», παραπονιόταν ο άτυχος, για του οποίου τις συμφορές κανείς δεν έδινε πεντάρα. Ανέκαθεν οι επικλήσεις στον Θεό γίνονταν σαν σε ένα μάτι από το οποίο δεν ξέφευγε τίποτα και που το βλέμμα του έδινε νόημα και στην πιο γκρίζα και χωρίς νόημα ζωή.
Αφού χάθηκε, παραμερίστηκε αυτός ο πανθ’ ορών Μάρτυρας, τι απέμεινε; Το μάτι της κοινωνίας, το μάτι των άλλων, στο οποίο πρέπει να εμφανιζόμαστε για να μη χαθούμε στη μαύρη τρύπα της ανωνυμίας, στη δίνη της λήθης, έστω και επιλέγοντας τον ρόλο του τρελού του χωριού που βγαίνει με τα σώβρακα και χορεύει πάνω στο τραπέζι της ταβέρνας. Η εμφάνιση στην οθόνη είναι η μοναδική αναπλήρωση του υπερφυσικού και δεν είναι διόλου ικανοποιητική: τον βλέπουν (και μας βλέπουν) σ’ ένα υπερπέραν, αλλά εκτός από το υπερπέραν, μας βλέπουν κι εδώ, και μάλιστα όσο είμαστε κι εμείς εδώ – και σκεφτείτε τι πλεονέκτημα να απολαμβάνεις όλα τα υπέρ της αθανασίας (έστω εφήμερης και μεταβατικής) και να έχεις ταυτόχρονα τη δυνατότητα να σε γιορτάζουν στο σπίτι σου (στη γη) για την ανάληψη σου στους ουρανούς.
Το κακό είναι ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις παρερμηνεύουμε τη διττή έννοια της «αναγνώρισης». Όλοι φιλοδοξούμε να «αναγνωριστούν» οι αρετές μας ή οι θυσίες μας ή οποιοδήποτε άλλο προτέρημα μας· αλλά όταν, αφού έχουμε εμφανιστεί στην οθόνη, κάποιος μας βλέπει στο μπαρ και λέει «σας είδα χτες στην τηλεόραση», απλώς «αναγνωρίζει εσένα», δηλαδή τη φάτσα σου – πράγμα που είναι πολύ διαφορετικό.
Γράφτηκε το 2010.
Share on Google Plus

About Unknown

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου