Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
ΟΤΑΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΕΞΑΠΑΤΟΥΝ & ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ
Οι τράπεζες συνεχίζουν να μη συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου και του ΣτΕ και χρέωνουν ακόμη όλους τους Έλληνες, με πρώτο τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ, με τον παράνομο τοκισμό, ανατοκισμό και την κεφαλαιοποίηση της εισφοράς του Ν. 128/1975, με τον παράνομο υπολογισμό των τόκων στη βάση έτους 360 ημερών, επιβαρύονοντας έτσι τις δανειακές συμβάσεις με πρόσθετους τόκους 1,3889% και με τον αυθαίρετο υπολογισμό του συνολικού, ετήσιου επιτοκίου επιβάρυνσης των δανειακών συμβάσεων, αντίθετα με τον μαθηματικό τύπο της Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12) περί Σ.Ε.Π.Ε., καθιστώντας έτσι, αυθαίρετα και παράνομα, τις συνολικές απαιτήσεις τους και τα υπόλοιπα των δανειακών συμβάσεων, μεγαλύτερα των πραγματικών !!!
Διαβάσαμε, άρθρο προς άρθρο, τις δανειακές συμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ - που είναι υπογεγραμμένες από τον ίδιο τον ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ και όχι από αχυρανθρώπους, κομματικούς διευθυντές - στην αίθουσα 162 της Βουλής, όπου βρίσκεται όλο το υλικό της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των κομμάτων & των ΜΜΕ.
Και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, όταν διαπιστώσαμε ότι οι τράπεζες εξαπατούν και ληστεύουν ακόμη και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος.
Ενημερώσαμε σχετικά τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής αλλά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κινήσει το θέμα, ζητώντας τον ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΑΚΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τη νομολογία του ΑΠ και του ΣτΕ, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να συνεχίζουν να εξαπατούν τον Πρωθυπουργό ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ και να κλέβουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Με την υπ’ αριθμ. 430/05 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κρίνοντας το ζήτημα της Εισφοράς N. 128/1975 απεφάνθη αμετάκλητα : «…..Ο χαρακτήρας άλλωστε της εισφοράς του N.178/1975, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.2065/1992, ως, από οικονομική άποψη γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης "βαρύνουσα" στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή (η σημασία) προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές.
Από το N.128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλ' ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό.
Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ Κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών….».
Εξάλλου, στις τραπεζικές συμβάσεις τόσο κατά το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς (βλ. άρθρο 8 περ. 6 Ν. 1083/80 και την υπ' αριθμ. 289/80 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (Ν. 2601/1998 άρθρο 12, Ν. 2789/2000 άρθρο 30, Ν. 2783/2000 άρθρο 47, Ν. 2912/2001 άρθρο 42 και Ν. 3259/2004 άρθρο 39) ανατοκισμός επιτρέπεται και μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών.
Ως εκ τούτου, παρότι είναι συμβατικά δυνατή η ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς του Ν. 128/1975, εν τούτοις αυτή δεν απολλύει τον χαρακτήρα της ως ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΒΑΡΟΣ και, έτσι, την υπαγωγή της στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, με αποτέλεσμα, κάθε τυχόν τοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975 στην ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ, πιστωτική σχέση τραπέζης-δανειολήπτη να μην είναι νόμιμος. (ενδεικτικά: ΑΠ 1782/2002, ΕφΑθ 5824/2001, ΕφΠειρ 526/2003, ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρωτΚορίνθου 101/2013, ΜΠΚαλαβρύτων 62/2011, ΜΠΚορίνθου 989/2012, ΜΠρωτΚορίνθου 102/2013, ΜΠρωτΘεσσαλονίκης 3/2014, ΕιρΑθ 3770/2007, ΕιρΑθ 178/2009, ΕιρΑθ 1324/2009, ΕιρΑθ 3154/2010, Ειρ.Αθ 3626/2012, Ειρ.Αθ 1341/2013, ΕιρΑθ 5413/2013, ΕιρΚρωπίας 476/2013, ΕιρΑθ 216/2014, ΕιρΑθ 350/2014, Ειρ.Κρωπίας 762/2015).
ΕΠΙΤΟΚΙΟ – ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΕΤΟΣ 365/366 ΗΜΕΡΩΝ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Πρέπει δε, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Γενικός όρος συναλλαγών, που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην ως άνω αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Με τον τρόπο αυτό διασπάται εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή - δανειολήπτη, ο οποίος πλέον - όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών - για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με τόκους κατά 1,3889% περισσότερο, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον του αντισυμβαλλομένου του. Τούτο δε ιδίως σε μια εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών.
Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21.178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β` 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.793).
Ο ΓΟΣ, εκρίθη παράνομος και καταχρηστικός, με την αμετάκλητη απόφαση ΑΠ 430/2005/04-03/2005 του Αρείου Πάγου (Δ΄ Πολιτικό Τμήμα) μετά από συλλογική αγωγή με τη διαδικασία του Ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών καθώς ερχόταν σε αντίθεση με το παράγωγο ευρωπαϊκό-κοινοτικό δίκαιο (οδηγία) που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με κοινή υπουργική απόφαση (Ζ1-178/13.02.2001, ΦΕΚ Β 255/08.03.2001).
Εξάλλου, την 16-04-2010, από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξεδόθη η με αριθμ. 1210/2010 απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης 16 τραπεζών, μεταξύ των οποίων και η εναγόμενη, κατά της απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης με την οποία απαγόρευε στα πιστωτικά ιδρύματα να αναγράφουν στις πιστωτικές συμβάσεις τον παράνομο όρο υπολογισμού τόκων με βάση τις 360 ημέρες (Ζ1-798/25.06.2008-ΦΕΚ Β 1353/11.07.2008).
Ο δε Υπουργός Ανάπτυξης, προκειμένου να εκδώσει την υπ’ αριθμ. Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφασή του, έλαβε υπ’ όψιν του αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και η 430/2005 του Αρείου Πάγου.
(ενδεικτικά: ΕιρΑθ 4093/2008, ΜΠρΑθ 2461/2009………………)
Σ.Ε.Π.Ε. ή Σ.Ε.Π.Π.Ε. (ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ – ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ)
Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (Σ.Ε.Π.Ε.) είναι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του ποσού της παρεχόμενης πίστωσης.
Ειδικότερα, το Σ.Ε.Π.Ε. μίας πίστωσης είναι το επιτόκιο που σε ετήσια βάση εξισώνει παρούσες αξίες του συνόλου των υποχρεώσεων (δανείων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) μελλοντικών ή τρεχουσών, που έχουν αναληφθεί από το πιστωτικό ίδρυμα και τον πιστοδοτούμενο καταναλωτή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ που αποτυπώνεται στο μέρος Ι του παραρτήματος Ι της Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) και είναι η εξής:
Ως εκ τούτου, η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ του Σ.Ε.Π.Ε. είναι η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΝΟΜΙΜΗ, ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ της συνολικής πραγματικής ετήσιας επιβάρυνσης ενός δανείου ή μίας πίστωσης.
Αρχικά, εξεδόθη η Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91), με σκοπό την προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των Οδηγιών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 87/102/ΕΟΚ της 22ας Δεκεμβρίου 1986 και 90/88/ΕΟΚ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθμ. L 42 της 12-2-87 και L61 της 10-3-90 αντιστοίχως, ορίζοντας για πρώτη φορά το Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (Ε.Π.Ε.).
Με την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-01 (ΦΕΚ 255 Β’/9-3-01), ο όρος «Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο» και η συντομογραφία «ΕΠΕ» αντικατεστάθη από τον όρο «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» και τη συντομογραφία «ΣΕΠΠΕ» αντιστοίχως.
Η Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) άλλαξε, μεταξύ άλλων, τη ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ του, πρώην, Σ.Ε.Π.Π.Ε..
Με την από το 2012 Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12), αντικαταστάθηκε ο όρος Σ.Ε.Π.Π.Ε. σε Σ.Ε.Π.Ε. (Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο), διατηρώντας την ως άνω ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ και προσθέτοντας περαιτέρω κριτήρια στον υπολογισμό των μεταβλητών της ως άνω εξισώσεως.
Κατ’ άρθρον 4 περ. 15 της ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/17/ΕΕ, δε, τα ως άνω ισχύουν και για τις συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου, ήτοι δάνεια στεγαστικά, επισκευαστικά, επιχειρηματικά κλπ.
Από τη σαφή γραμματική διατύπωση της Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010, η οποία σχετικά με τα αμέσως κατωτέρω διαλαμβανόμενα επαναφέρει τις αυτές διατάξεις της προηγηθείσας και αρχικής Κ.Υ.Α. Φ1-983/1991, προκύπτουν τα εξής:
1) Το «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» (ΣΕΠΠΕ) μιας πιστωτικής σύμβασης, διαφέρει του «επιτοκίου χορηγήσεως» που αναγράφεται στην πιστωτική σύμβαση (ίδ. αρ. 3 περ. θ σε συνδ. με περ. ι ).
2) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, αλλά ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή (ίδ. αρ. 19 παρ. 1, τρόπος υπολογισμού ΣΕΠΠΕ).
3) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση που καταγγέλθηκε (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ. 1:3)
4) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6)
5) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6).
6) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1:3, 7, 9).
7) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΣΕΠΠΕ, που όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού του (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1, 2, 4:10).
ΣΥΝΟΛΙΚΑ:
Τόσο το προγενέστερο Νομοθετικό πλαίσιο (Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91) όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-01 (ΦΕΚ 255 Β’/9-3-01)), όσο και το ισχύον (Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12)), ορίζει, διευκρινίζει και αποσαφηνίζει ότι ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ (πρώην ΣΕΠΠΕ και παλαιότερα ΕΠΕ) γίνεται, αποκλειστικά, με την εφαρμογή του ανωτέρω σύνθετου ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ, ΣΩΡΕΥΤΙΚΑ όμως με την ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ παραδοχή ότι όλοι οι παράγοντες του μαθηματικού τύπου είναι ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ.
Καταχρηστική προμήθεια σε κάθε συναλλαγή
Κάθε έμβασμα που κατατίθεται στην τράπεζα ή μεταφέρεται από έναν λογαριασμό σε λογαριασμό τρίτου χρεώνεται αυθαίρετα με προμήθεια, ακόμα και εάν η συναλλαγή γίνεται διαδικτυακά, μέσω e-banking. Η προμήθεια που λαμβάνουν οι τράπεζες για καθεμία τέτοια συναλλαγή κυμαίνεται από 8 έως 125 ευρώ για τα εμβάσματα σε κατάστημα και από 1 έως 10 ευρώ για τα εμβάσματα που πραγματοποιούνται μέσω ίντερνετ. Στο παρακάτω infographic μπορείτε να δείτε τα ποσά που χρεώνουν οι 4 συστημικές τράπεζες (Eurobank, Εθνική, Πειραιώς και Alpha) για αυτές τις συναλλαγές:
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η επιβολή προμήθειας για καταθέσεις σε λογαριασμό τρίτου έχει κριθεί παράνομη από τον Άρειο Πάγο, ενώ είναι επίσης αντίθετη στην Υπουργική Απόφαση με αριθμό Ζ1 21/13-1-2011, που τροποποίησε την προηγούμενη του 2008. Παράλληλα, οι αποφάσεις αυτές έχουν κρίνει παράνομες και καταχρηστικές μια σειρά από άλλες χρεώσεις στους τραπεζικούς και συγκεκριμένα:
Την επιβολή εξόδων κίνησης σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου ή τρεχούμενους (0,80 ευρώ συνήθως ανά κίνηση μετά την τέταρτη κίνηση κάθε μήνα)
Την επιβολή εξόδων αδράνειας σε καταθετικούς λογαριασμούς που παραμένουν ακίνητοι για διάστημα μεγαλύτερο των 18 μηνών
Την μονομερή από την τράπεζα διαμόρφωση του επιτοκίου καταθέσεων, δίχως αναφορά σε εύλογα κριτήρια
Τον περιορισμό της ευθύνης της τράπεζας σε περίπτωση που γίνει παράνομη χρήση του απωλεσθέντος ή κλαπέντος βιβλιαρίου καταθέσεως
Την επιβολή εξόδων τήρησης και παρακολούθησης στους λογαριασμούς καταθέσεων
Την μονομερή μεταβολή των όρων λειτουργίας των λογαριασμών καταθέσεων
Τον μονομερή καθορισμό των ημερών δέσμευσης και διαθεσιμότητας και μετάθεσης της έναρξης τοκοφορίας αναφορικά με ποσά που κατατίθενται
Ακόμα και σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την έκδοση των σχετικών αποφάσεων, οι τράπεζες συνεχίζουν να υποβάλουν τους καταναλωτές σε τέτοιες χρεώσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, όταν διαπιστώσαμε ότι οι τράπεζες εξαπατούν και ληστεύουν ακόμη και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος.
Ενημερώσαμε σχετικά τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής αλλά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κινήσει το θέμα, ζητώντας τον ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΑΚΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τη νομολογία του ΑΠ και του ΣτΕ, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να συνεχίζουν να εξαπατούν τον Πρωθυπουργό ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ και να κλέβουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Ν.128/75
Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3, του άρθρου 1, Ν. 128/1975 (ΦΕΚ Α’ /178-28.08.1975), από το έτος 1976, επιβάλλεται εισφορά, που βαρύνει τα πάσης φύσης πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφορών τόκων, ο δε λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Με την υπ’ αριθμ. 430/05 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κρίνοντας το ζήτημα της Εισφοράς N. 128/1975 απεφάνθη αμετάκλητα : «…..Ο χαρακτήρας άλλωστε της εισφοράς του N.178/1975, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.2065/1992, ως, από οικονομική άποψη γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης "βαρύνουσα" στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή (η σημασία) προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές.
Από το N.128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλ' ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό.
Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ Κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών….».
Εξάλλου, στις τραπεζικές συμβάσεις τόσο κατά το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς (βλ. άρθρο 8 περ. 6 Ν. 1083/80 και την υπ' αριθμ. 289/80 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (Ν. 2601/1998 άρθρο 12, Ν. 2789/2000 άρθρο 30, Ν. 2783/2000 άρθρο 47, Ν. 2912/2001 άρθρο 42 και Ν. 3259/2004 άρθρο 39) ανατοκισμός επιτρέπεται και μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών.
Ως εκ τούτου, παρότι είναι συμβατικά δυνατή η ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς του Ν. 128/1975, εν τούτοις αυτή δεν απολλύει τον χαρακτήρα της ως ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΒΑΡΟΣ και, έτσι, την υπαγωγή της στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, με αποτέλεσμα, κάθε τυχόν τοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975 στην ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ, πιστωτική σχέση τραπέζης-δανειολήπτη να μην είναι νόμιμος. (ενδεικτικά: ΑΠ 1782/2002, ΕφΑθ 5824/2001, ΕφΠειρ 526/2003, ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρωτΚορίνθου 101/2013, ΜΠΚαλαβρύτων 62/2011, ΜΠΚορίνθου 989/2012, ΜΠρωτΚορίνθου 102/2013, ΜΠρωτΘεσσαλονίκης 3/2014, ΕιρΑθ 3770/2007, ΕιρΑθ 178/2009, ΕιρΑθ 1324/2009, ΕιρΑθ 3154/2010, Ειρ.Αθ 3626/2012, Ειρ.Αθ 1341/2013, ΕιρΑθ 5413/2013, ΕιρΚρωπίας 476/2013, ΕιρΑθ 216/2014, ΕιρΑθ 350/2014, Ειρ.Κρωπίας 762/2015).
ΕΠΙΤΟΚΙΟ – ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΕΤΟΣ 365/366 ΗΜΕΡΩΝ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Πρέπει δε, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Γενικός όρος συναλλαγών, που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην ως άνω αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Με τον τρόπο αυτό διασπάται εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή - δανειολήπτη, ο οποίος πλέον - όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών - για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με τόκους κατά 1,3889% περισσότερο, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον του αντισυμβαλλομένου του. Τούτο δε ιδίως σε μια εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών.
Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21.178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β` 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.793).
Ο ΓΟΣ, εκρίθη παράνομος και καταχρηστικός, με την αμετάκλητη απόφαση ΑΠ 430/2005/04-03/2005 του Αρείου Πάγου (Δ΄ Πολιτικό Τμήμα) μετά από συλλογική αγωγή με τη διαδικασία του Ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών καθώς ερχόταν σε αντίθεση με το παράγωγο ευρωπαϊκό-κοινοτικό δίκαιο (οδηγία) που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με κοινή υπουργική απόφαση (Ζ1-178/13.02.2001, ΦΕΚ Β 255/08.03.2001).
Εξάλλου, την 16-04-2010, από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξεδόθη η με αριθμ. 1210/2010 απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης 16 τραπεζών, μεταξύ των οποίων και η εναγόμενη, κατά της απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης με την οποία απαγόρευε στα πιστωτικά ιδρύματα να αναγράφουν στις πιστωτικές συμβάσεις τον παράνομο όρο υπολογισμού τόκων με βάση τις 360 ημέρες (Ζ1-798/25.06.2008-ΦΕΚ Β 1353/11.07.2008).
Ο δε Υπουργός Ανάπτυξης, προκειμένου να εκδώσει την υπ’ αριθμ. Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφασή του, έλαβε υπ’ όψιν του αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και η 430/2005 του Αρείου Πάγου.
(ενδεικτικά: ΕιρΑθ 4093/2008, ΜΠρΑθ 2461/2009………………)
Σ.Ε.Π.Ε. ή Σ.Ε.Π.Π.Ε. (ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ – ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ)
Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (Σ.Ε.Π.Ε.) είναι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του ποσού της παρεχόμενης πίστωσης.
Ειδικότερα, το Σ.Ε.Π.Ε. μίας πίστωσης είναι το επιτόκιο που σε ετήσια βάση εξισώνει παρούσες αξίες του συνόλου των υποχρεώσεων (δανείων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) μελλοντικών ή τρεχουσών, που έχουν αναληφθεί από το πιστωτικό ίδρυμα και τον πιστοδοτούμενο καταναλωτή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ που αποτυπώνεται στο μέρος Ι του παραρτήματος Ι της Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) και είναι η εξής:
Ως εκ τούτου, η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ του Σ.Ε.Π.Ε. είναι η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΝΟΜΙΜΗ, ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ της συνολικής πραγματικής ετήσιας επιβάρυνσης ενός δανείου ή μίας πίστωσης.
Αρχικά, εξεδόθη η Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91), με σκοπό την προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των Οδηγιών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 87/102/ΕΟΚ της 22ας Δεκεμβρίου 1986 και 90/88/ΕΟΚ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθμ. L 42 της 12-2-87 και L61 της 10-3-90 αντιστοίχως, ορίζοντας για πρώτη φορά το Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (Ε.Π.Ε.).
Με την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-01 (ΦΕΚ 255 Β’/9-3-01), ο όρος «Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο» και η συντομογραφία «ΕΠΕ» αντικατεστάθη από τον όρο «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» και τη συντομογραφία «ΣΕΠΠΕ» αντιστοίχως.
Η Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) άλλαξε, μεταξύ άλλων, τη ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ του, πρώην, Σ.Ε.Π.Π.Ε..
Με την από το 2012 Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12), αντικαταστάθηκε ο όρος Σ.Ε.Π.Π.Ε. σε Σ.Ε.Π.Ε. (Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο), διατηρώντας την ως άνω ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ και προσθέτοντας περαιτέρω κριτήρια στον υπολογισμό των μεταβλητών της ως άνω εξισώσεως.
Κατ’ άρθρον 4 περ. 15 της ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/17/ΕΕ, δε, τα ως άνω ισχύουν και για τις συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου, ήτοι δάνεια στεγαστικά, επισκευαστικά, επιχειρηματικά κλπ.
Από τη σαφή γραμματική διατύπωση της Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010, η οποία σχετικά με τα αμέσως κατωτέρω διαλαμβανόμενα επαναφέρει τις αυτές διατάξεις της προηγηθείσας και αρχικής Κ.Υ.Α. Φ1-983/1991, προκύπτουν τα εξής:
1) Το «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» (ΣΕΠΠΕ) μιας πιστωτικής σύμβασης, διαφέρει του «επιτοκίου χορηγήσεως» που αναγράφεται στην πιστωτική σύμβαση (ίδ. αρ. 3 περ. θ σε συνδ. με περ. ι ).
2) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, αλλά ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή (ίδ. αρ. 19 παρ. 1, τρόπος υπολογισμού ΣΕΠΠΕ).
3) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση που καταγγέλθηκε (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ. 1:3)
4) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6)
5) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6).
6) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1:3, 7, 9).
7) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΣΕΠΠΕ, που όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού του (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1, 2, 4:10).
ΣΥΝΟΛΙΚΑ:
Τόσο το προγενέστερο Νομοθετικό πλαίσιο (Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91) όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-01 (ΦΕΚ 255 Β’/9-3-01)), όσο και το ισχύον (Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12)), ορίζει, διευκρινίζει και αποσαφηνίζει ότι ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ (πρώην ΣΕΠΠΕ και παλαιότερα ΕΠΕ) γίνεται, αποκλειστικά, με την εφαρμογή του ανωτέρω σύνθετου ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ, ΣΩΡΕΥΤΙΚΑ όμως με την ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ παραδοχή ότι όλοι οι παράγοντες του μαθηματικού τύπου είναι ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ.
Καταχρηστική προμήθεια σε κάθε συναλλαγή
Κάθε έμβασμα που κατατίθεται στην τράπεζα ή μεταφέρεται από έναν λογαριασμό σε λογαριασμό τρίτου χρεώνεται αυθαίρετα με προμήθεια, ακόμα και εάν η συναλλαγή γίνεται διαδικτυακά, μέσω e-banking. Η προμήθεια που λαμβάνουν οι τράπεζες για καθεμία τέτοια συναλλαγή κυμαίνεται από 8 έως 125 ευρώ για τα εμβάσματα σε κατάστημα και από 1 έως 10 ευρώ για τα εμβάσματα που πραγματοποιούνται μέσω ίντερνετ. Στο παρακάτω infographic μπορείτε να δείτε τα ποσά που χρεώνουν οι 4 συστημικές τράπεζες (Eurobank, Εθνική, Πειραιώς και Alpha) για αυτές τις συναλλαγές:
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η επιβολή προμήθειας για καταθέσεις σε λογαριασμό τρίτου έχει κριθεί παράνομη από τον Άρειο Πάγο, ενώ είναι επίσης αντίθετη στην Υπουργική Απόφαση με αριθμό Ζ1 21/13-1-2011, που τροποποίησε την προηγούμενη του 2008. Παράλληλα, οι αποφάσεις αυτές έχουν κρίνει παράνομες και καταχρηστικές μια σειρά από άλλες χρεώσεις στους τραπεζικούς και συγκεκριμένα:
Την επιβολή εξόδων κίνησης σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου ή τρεχούμενους (0,80 ευρώ συνήθως ανά κίνηση μετά την τέταρτη κίνηση κάθε μήνα)
Την επιβολή εξόδων αδράνειας σε καταθετικούς λογαριασμούς που παραμένουν ακίνητοι για διάστημα μεγαλύτερο των 18 μηνών
Την μονομερή από την τράπεζα διαμόρφωση του επιτοκίου καταθέσεων, δίχως αναφορά σε εύλογα κριτήρια
Τον περιορισμό της ευθύνης της τράπεζας σε περίπτωση που γίνει παράνομη χρήση του απωλεσθέντος ή κλαπέντος βιβλιαρίου καταθέσεως
Την επιβολή εξόδων τήρησης και παρακολούθησης στους λογαριασμούς καταθέσεων
Την μονομερή μεταβολή των όρων λειτουργίας των λογαριασμών καταθέσεων
Τον μονομερή καθορισμό των ημερών δέσμευσης και διαθεσιμότητας και μετάθεσης της έναρξης τοκοφορίας αναφορικά με ποσά που κατατίθενται
Ακόμα και σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την έκδοση των σχετικών αποφάσεων, οι τράπεζες συνεχίζουν να υποβάλουν τους καταναλωτές σε τέτοιες χρεώσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Όροι που επιβαρύνουν τους δανειολήπτες
Όσον αφορά τα δάνεια, κυρίως τα στεγαστικά. οι τράπεζες φροντίζουν κι εδώ να επιβαρύνουν τους καταναλωτές με επιπλέον χρεώσεις, που πολλές φορές βασίζονται στα ψιλά γράμματα των συμβολαίων. Οι πιο διαδεδομένες από αυτές, είναι ο υπολογισμός των τόκων με έτος 360 ημερών αντί 365, τα «έξοδα φακέλου» αλλά και η… ευφυέστατη ιδέα να υποχρεώνεται ο δανειολήπτης να καταβάλει προμήθεια στην τράπεζα όταν εξοφλεί πρόωρα το δάνειο του.
Αναλυτικά,η απόφαση 430/2005 του Αρείου Πάγου έκρινε παράνομες και καταχρηστικές τις παρακάτω τραπεζικές χρεώσεις, σχετικά με τα δάνεια:
Όρο σύμφωνα με τον οποίο η τράπεζα υπολογίζει τους τόκους με έτος 360 ημερών αντί με 365 ή 366 ημερών, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται πρόσθετα ο δανειολήπτης
Στην περίπτωση της σταδιακής εκταμίευσης του στεγαστικού δανείου την επιβάρυνση του δανειολήπτη με τόκους για όλο το ποσόν του δανείου εξαρχής, μολονότι αυτός δεν κάνει χρήση του ποσού που κατατίθεται σε δεσμευμένο καταθετικό λογαριασμό
Καταχρηστικός ο όρος με τον οποίο οι καταναλωτές υποχρεώνονται να καταβάλλουν στις Τράπεζες, όταν εξοφλούν πρόωρα στεγαστικό δάνειο, ποσό που συνήθως ανέρχεται σε 2,50% επί του προεξοφλούμενου κεφαλαίου του δανείου
Η είσπραξη από την τράπεζα για τη χορήγηση του δανείου εξόδων χρηματοδότησης, ύψους μάλιστα 1% επί του ποσού του δανείου
Η είσπραξη εξόδων φακέλου
Η αξίωση της τράπεζας, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης δανείου, να καταβάλει ο δανειολήπτης ποσό ύψους 2,5% επί του ποσού που αφορά η πρόωρη προεξόφληση, σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο
Η δυνατότητα της τράπεζας να προσαρμόζει μονομερώς το επιτόκιο στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, δίχως η προσαρμογή αυτή να είναι σε συνάρτηση με κάποιο εύλογο κριτήριο (λ.χ. το διατραπεζικό επιτόκιο euribo, επιτόκιο ΕΚΤ) ή να αξιώνει την επιστροφή του δανείου αν ο λήπτης του δανείου δεν αποδεχθεί την προσαρμογή
Η δυνατότητα της τράπεζας να καταγγέλλει τη σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης
Η εκχώρηση από τον δανειολήπτη των μισθωμάτων του ακινήτου στην τράπεζα προς πρόσθετη διασφάλισή της
Η επιφύλαξη της δυνατότητας είσπραξης από την τράπεζα προμήθειας κατά τη διάρκεια του δανείου
Να μην ελευθερώνεται ο εγγυητής αν η τράπεζα από δικό της πταίσμα δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί από τον δανειολήπτη ή αν η τράπεζα παραιτήθηκε από άλλες ασφάλειες που υπήρχαν για το δάνειο
Να διαιωνίζεται η ευθύνη του εγγυητή ακόμα και όταν η τράπεζα δεν επιδιώκει σε ορισμένες προθεσμίες δικαστικά την ικανοποίησή της από τον δανειολήπτη, μολονότι η οφειλή του δανειολήπτη είναι ληξιπρόθεσμη.
Όσον αφορά τα δάνεια, κυρίως τα στεγαστικά. οι τράπεζες φροντίζουν κι εδώ να επιβαρύνουν τους καταναλωτές με επιπλέον χρεώσεις, που πολλές φορές βασίζονται στα ψιλά γράμματα των συμβολαίων. Οι πιο διαδεδομένες από αυτές, είναι ο υπολογισμός των τόκων με έτος 360 ημερών αντί 365, τα «έξοδα φακέλου» αλλά και η… ευφυέστατη ιδέα να υποχρεώνεται ο δανειολήπτης να καταβάλει προμήθεια στην τράπεζα όταν εξοφλεί πρόωρα το δάνειο του.
Αναλυτικά,η απόφαση 430/2005 του Αρείου Πάγου έκρινε παράνομες και καταχρηστικές τις παρακάτω τραπεζικές χρεώσεις, σχετικά με τα δάνεια:
Όρο σύμφωνα με τον οποίο η τράπεζα υπολογίζει τους τόκους με έτος 360 ημερών αντί με 365 ή 366 ημερών, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται πρόσθετα ο δανειολήπτης
Στην περίπτωση της σταδιακής εκταμίευσης του στεγαστικού δανείου την επιβάρυνση του δανειολήπτη με τόκους για όλο το ποσόν του δανείου εξαρχής, μολονότι αυτός δεν κάνει χρήση του ποσού που κατατίθεται σε δεσμευμένο καταθετικό λογαριασμό
Καταχρηστικός ο όρος με τον οποίο οι καταναλωτές υποχρεώνονται να καταβάλλουν στις Τράπεζες, όταν εξοφλούν πρόωρα στεγαστικό δάνειο, ποσό που συνήθως ανέρχεται σε 2,50% επί του προεξοφλούμενου κεφαλαίου του δανείου
Η είσπραξη από την τράπεζα για τη χορήγηση του δανείου εξόδων χρηματοδότησης, ύψους μάλιστα 1% επί του ποσού του δανείου
Η είσπραξη εξόδων φακέλου
Η αξίωση της τράπεζας, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης δανείου, να καταβάλει ο δανειολήπτης ποσό ύψους 2,5% επί του ποσού που αφορά η πρόωρη προεξόφληση, σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο
Η δυνατότητα της τράπεζας να προσαρμόζει μονομερώς το επιτόκιο στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, δίχως η προσαρμογή αυτή να είναι σε συνάρτηση με κάποιο εύλογο κριτήριο (λ.χ. το διατραπεζικό επιτόκιο euribo, επιτόκιο ΕΚΤ) ή να αξιώνει την επιστροφή του δανείου αν ο λήπτης του δανείου δεν αποδεχθεί την προσαρμογή
Η δυνατότητα της τράπεζας να καταγγέλλει τη σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης
Η εκχώρηση από τον δανειολήπτη των μισθωμάτων του ακινήτου στην τράπεζα προς πρόσθετη διασφάλισή της
Η επιφύλαξη της δυνατότητας είσπραξης από την τράπεζα προμήθειας κατά τη διάρκεια του δανείου
Να μην ελευθερώνεται ο εγγυητής αν η τράπεζα από δικό της πταίσμα δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί από τον δανειολήπτη ή αν η τράπεζα παραιτήθηκε από άλλες ασφάλειες που υπήρχαν για το δάνειο
Να διαιωνίζεται η ευθύνη του εγγυητή ακόμα και όταν η τράπεζα δεν επιδιώκει σε ορισμένες προθεσμίες δικαστικά την ικανοποίησή της από τον δανειολήπτη, μολονότι η οφειλή του δανειολήπτη είναι ληξιπρόθεσμη.
kinima-ypervasi.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου