Η γερμανική Ευρώπη και το μέλλον της Ελλάδας

159 

 Απλά και μόνο η αλλαγή/ανατροπή της κυβέρνησης δεν πρόκειται να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από τη σκλαβιά  – παρά το ότι είναι ιδανική για τον κ. Σόιμπλε, αφού είναι η μοναδική που μπόρεσε να ψηφίσει σύσσωμη τόσα πολλά εναντίον της χώρας της, χωρίς την παραμικρή αντίδραση από τους Πολίτες

«Ο Σόιμπλε ξέρει ότι τα μέτρα δεν λειτουργούν, όμως αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα και ζητά πρόγραμμα λιτότητας στην ευκτική. Οι Έλληνες δηλαδή πρέπει να αποφασίσουν προκαταβολικά μέτρα λιτότητας που θα εφαρμοστούν μετά το 2018, αν δεν επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Ο Σόιμπλε συμπεριφέρεται σαν δικτάτορας.
Ξέρει ότι τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα δεν λειτουργούν, αλλιώς θα ήταν περιττό να ζητά και νέα. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα μετατρέπεται σε γερμανική αποικία. Μπορεί στους γερμανούς εκλογείς να αρέσει η δύναμη του Σόιμπλε, εκτός συνόρων όμως παγιώνεται δυσάρεστη εικόνα: η Γερμανία εμφανίζεται σαν παράλογος ηγεμόνας που κυριαρχεί στην Ευρώπη και βασανίζει βάναυσα τις ασθενέστερες χώρες. Κι αυτό κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα να το πληρώσουμε» (Η γερμανική εφημερίδα Tageszeitung, 02/17).

.

Ανάλυση

62
Σύμφωνα με το Spiegel (πηγή), ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας οφείλει να αναλάβει τη διοίκηση της ΕΚΤ το 2019 – κάτι που αποτελεί τη μεγαλύτερη ευχή του κ. Σόιμπλε και της κυρίας Merkel. Υποστηρίζουν άλλωστε πως είναι λογικό, αφού οι δύο προηγούμενοι, ο Γάλλος κ. Trichet, καθώς επίσης ο Ιταλός κ. Draghi, δεν ήταν Γερμανοί – οπότε είναι η σειρά του.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε όλες οι θέσεις-κλειδιά στην Ευρώπη θα κατέχονται από Γερμανούς – όπως είναι ο επίτροπος προϋπολογισμού (Oettinger), ο διοικητής του μελλοντικού ευρωπαϊκού ΔΝΤ, του ESM δηλαδή (Regling), της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων ΕΙΒ (Hoyer), του Ταμείου εξυγίανσης των τραπεζών (Koenig), του Euro Group όπου ουσιαστικά προΐσταται ο κ. Σόιμπλε κοκ.
Σωστά λοιπόν αναφέρει η γαλλική Le Monde έμμεσα πως το Βερολίνο είναι η πρωτεύουσα της ΕΕ, αφού αυτό δίνει τις εντολές στις Βρυξέλες (πηγή) – οπότε στην ουσία είμαστε αντιμέτωποι με μία καθαρά γερμανική Ευρώπη, την οποία φοβούνται περισσότερο από όλους εμάς οι ίδιοι οι Γερμανοί.
Τη μεγαλύτερη ευθύνη όμως για τη συγκεκριμένη εξέλιξη την έχει πρώτα η Γαλλία, ακολουθούμενη από την Ιταλία. Η πρώτη επειδή, τηρώντας επακριβώς τους κανόνες της νομισματικής ένωσης στο θέμα των μισθών που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα, τους αύξανε ανάλογα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων – οπότε έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας, η οποία έκανε ακριβώς το αντίθετο (μισθολογικό dumping). Κυρίως όμως εξαιτίας των αδύναμων κυβερνήσεων της των τελευταίων ετών που υποκλίνονταν μπροστά στην καγκελάριο – ενώ  είναι οι χειρότερες στην ιστορία της, συμπεριλαμβανομένου του νέου προέδρου.
Η δεύτερη, η Ιταλία, λόγω του ότι δεν κατάφερε να αναπτυχθεί καθόλου μετά την υιοθέτηση του ευρώ, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η οικονομία της όταν ξέσπασε η κρίση – έχοντας θαφτεί στα βουνά των χρεών της, καθώς επίσης στο χρεοκοπημένο τραπεζικό της σύστημα, χωρίς δυνατότητες ανάκαμψης.
Η Γαλλία και η Ιταλία
Περαιτέρω, οι Γάλλοι περιμένουν πως ο νέος πρόεδρος τους θα καταφέρει να δώσει στη χώρα τους τη θέση που της αξίζει, αποκαθιστώντας την ισορροπία δυνάμεων στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη – ενώ θα λειτουργήσει υπέρ των χωρών του νότου. Εν τούτοις, κανένας λογικά σκεπτόμενος δεν το ελπίζει – πόσο μάλλον όταν γνωρίζει πως η εκλογή του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη της Γερμανίας.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση της Ιταλίας ελπίζει πως θα μπορέσει να επαναλάβει το θαύμα της δεκαετίας του 1990 – όπου το δημόσιο χρέος της ήταν ξανά περίπου στο 130% του ΑΕΠ, ενώ δέκα χρόνια αργότερα μειώθηκε στο 100% (γράφημα). Όπως διαπιστώνεται όμως, το χρέος της Ιταλίας συνεχίζει να αυξάνεται ακατάπαυστα μετά το 2008 – ενώ είναι υψηλότερο από αυτό που φαίνεται επίσημα, εάν το ερευνήσει κανείς από την οπτική γωνία που χρησιμοποίησε το ΔΝΤ στην Ελλάδα
155
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του δημοσίου χρέους της Ιταλίας ως προς το ΑΕΠ της.
.
Συνεχίζοντας, οι βασικές αιτίες της ανόδου του ιταλικού χρέους στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν η ύφεση, τα υψηλά ελλείμματα, καθώς επίσης μία συναλλαγματική κρίση. Στα πλαίσια αυτά, επειδή η Ιταλία επιθυμούσε την είσοδο της στην Ευρωζώνη για να μειωθούν τα υψηλά επιτόκια δανεισμού της, όπως η Ελλάδα (άρθρο), έκανε τα πάντα για να μειώσει το χρέος της – δρομολογώντας σοβαρά μέτρα εξυγίανσης της οικονομίας της, καθώς επίσης χρησιμοποιώντας διάφορα χρηματοπιστωτικά τρικ για να ωραιοποιήσει τα οικονομικά της μεγέθη (επίσης όπως η Ελλάδα).
Εκτός αυτού υποτίμησε το νόμισμα της για να στηρίξει την ανάπτυξη της οικονομίας της – κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να εξομαλυνθεί η αρνητική επίπτωση της μείωσης των δαπανών του δημοσίου, σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας. Με εξαίρεση τώρα τις μεταρρυθμίσεις, η Ιταλία δεν μπορεί σήμερα να εφαρμόσει μία ανάλογη πολιτική – ενώ έχει τεκμηριωθεί πως η εσωτερική υποτίμηση δεν βοηθάει ανάλογα με την υποτίμηση του νομίσματος την οικονομία.
Επί πλέον η χώρα έχει ένα τρομακτικό τραπεζικό πρόβλημα, το οποίο εκμηδενίζει τις προοπτικές ανάπτυξης της – αφού δυσχεραίνει τη χρηματοδότηση των επενδύσεων/επιχειρήσεων, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η έξοδος της από την κρίση. Ως εκ τούτου, η μοναδική λύση που της απομένει είναι η διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, η αγορά ιταλικών ομολόγων εκ μέρους της στα πλαίσια του QE και η στήριξη του τραπεζικού της τομέα επίσης από την ΕΚΤ.
Εναλλακτικά η έξοδος της από την Ευρωζώνη, όπου τα χρέη της θα εξυπηρετούνταν με μία πληθωριστική λιρέτα – η οποία υποτιμούμενη θα τη βοηθούσε να ανακτήσει τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα. Εν προκειμένω, αν και είναι ανταγωνιστικά σε καλύτερη θέση σε σχέση με το 2012 (γράφημα), απέχει ακόμη μισθολογικά κατά 25% σε σχέση με τη Γερμανία, καθώς επίσης κατά 10% συγκριτικά με τη Γαλλία (πηγή) – ποσοστά που είναι πολύ δύσκολο να καλυφθούν, εκτός εάν η Γερμανία αύξανε τους μισθούς των εργαζομένων της τουλάχιστον κατά 20% (κάτι που φυσικά δεν θα συμβεί).
158
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης σε σχέση με το 2000, με κριτήριο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
.
Όπως διαπιστώνεται τώρα από το γράφημα, η μεγάλη ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας δεν οφείλεται στην παραγωγικότητα των εργαζομένων της, αλλά στο μισθολογικό dumping που υιοθέτησε, διατηρώντας σταθερά τους μισθούς κάτω από την παραγωγικότητα – ενώ μόνο η Ελλάδα την έχει σχεδόν πλησιάσει.
Εν τούτοις, σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα στις τιμές εξαγωγών των προϊόντων και υπηρεσιών, παρά το ότι η Γαλλία και η Ιρλανδία διατηρούν υψηλότερους τους μισθούς, οπότε το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δεν απέχουν πολύ από τη Γερμανία – ενώ οι υπόλοιπες χώρες και ειδικά η Ελλάδα (κίτρινη καμπύλη στο γράφημα που ακολουθεί) είναι πολύ μακριά ακόμη.
157
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης σε σχέση με το 2000, με κριτήριο τις τιμές εξαγωγών (πηγή).
.
Γιατί συμβαίνει τώρα αυτό σε σχέση με τις άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία (μωβ), η Ιταλία (γκρι) και η Πορτογαλία; Μα ασφαλώς λόγω της υπερχρέωσης τους, σε συνδυασμό με την πολιτική λιτότητας που τους επιβάλλεται σκόπιμα από τη Γερμανία – επειδή δεν αρκεί μόνο η μείωση των μισθών για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους εάν (α) δεν γίνονται επενδύσεις, όπως για παράδειγμα στο μηχανολογικό τους εξοπλισμό, (β) εάν δεν χρηματοδοτούνται φθηνά οι επιχειρήσεις τους, (γ) εάν αυξάνονται οι φόροι τους (δ) εάν μειώνεται η ζήτηση κοκ.
Με δεδομένο δε το ότι, το δημόσιο θα έπρεπε πρώτο να επενδύσει, έως ότου ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας όπως συνέβη στην Ισλανδία (ανάλυση), ενώ αφενός μεν δεν είναι σε θέση λόγω των χρεών, αφετέρου απαγορεύεται από τη Γερμανία δήθεν για να μη δημιουργηθούν ελλείμματα και νέα χρέη (στην ουσία για να τις κατακτήσει οικονομικά), οι χώρες αυτές είναι καταδικασμένες – ενώ θα τις ακολουθήσουν σταδιακά και οι υπόλοιπες, με εξαίρεση ίσως την Ιρλανδία που στηρίζεται από τις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες.
Θα μπορούσαν εν προκειμένω να βοηθήσουν τα ευρωομόλογα; Προφανώς, ενώ υπάρχουν ήδη αναλύσεις τόσο από γερμανικά ιδρύματα (πηγή), όσο και από ευρωπαϊκά (πηγή).
Η γερμανική κυβέρνηση όμως δεν πρόκειται να το επιτρέψει, αφού έχει άλλο σκοπό – ενώ δεν θα συμφωνήσει ούτε στη δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης, με την έννοια πως τα ελλειμματικά κράτη θα στηρίζονταν από τα πλεονασματικά, όπως συμβαίνει εντός της ομοσπονδιακής Γερμανίας. Δεν θα το αρνείται βέβαια εκ των προτέρων, αλλά θα καθυστερεί τις διαδικασίες στο διηνεκές – όπως ακριβώς στο θέμα της τραπεζικής ενοποίησης.

Η Ελλάδα
Συνεχίζοντας, το νέο μνημόνιο των 1.000 περίπου σελίδων που ψήφισαν οι βουλευτές των κομμάτων της συγκυβέρνησης, το οποίο συμπεριλαμβάνει όλες τις διατάξεις των προηγουμένων, μαζί με τις επόμενες δεσμεύσεις, αποτελεί ασφαλώς τη χαριστική βολή για την οικονομία μας – παρά το ότι είμαστε σχεδόν σίγουροι σχετικά με το ότι, η Γερμανία θα επιμηκύνει τελικά το χρόνο αποπληρωμής των δημοσίων χρεών μας έως και 20 έτη, αφού δεν γίνεται διαφορετικά χωρίς να χρεοκοπήσει η χώρα μας (κάτι που λέγεται πως έχει ήδη προετοιμάσει το ESM, αφού λήγει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια του EFSF και τα διακρατικά περί τα 170 δις €, για τα οποία δεν πληρώνονται τοκοχρεολύσια, ενώ του ΔΝΤ λήγουν το 2020).
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως το ΔΝΤ θέλει να αποδεσμευθεί με κάθε τρόπο από το ελληνικό πρόγραμμα «διάσωσης», κυρίως επειδή έχει τοποθετηθεί στο στόχαστρο των αμερικανών βουλευτών – οι οποίοι θεωρούν ότι, τα προγράμματα του για την Ελλάδα ήταν τα πλέον αμφιλεγόμενα στην ιστορία του.
Ως εκ τούτου, για να μην κατηγορηθεί ότι σπατάλησε χρήματα αν και έχει κερδίσει πάνω από 4 δις € (άρθρο), πιέζει το γερμανικό ESM να του εξοφλήσει τα υπόλοιπα 14 δις € που έχει δανείσει στην Ελλάδα – με την υπόσχεση να της χορηγήσει αργότερα έως 5 δις €, εγγυημένα όμως με τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και η ΕΚΤ (περί τα 7 δις €)!
Κατά την άποψη μας βέβαια, η «αποτυχία» δεν οφείλεται στο ίδιο το Ταμείο, αλλά στον ύπουλο τρόπο που το σαμποτάρισε η Γερμανία. Ο στόχος της ήταν και είναι αφενός μεν να λεηλατήσει η ίδια την Ελλάδα, αφετέρου να το διώξει από την Ευρώπη – αφού προηγουμένως πάρει το «Know How» του, καθώς επίσης έχοντας το χρησιμοποιήσει για να μην χαρακτηρισθεί ως η «κακή» της πολιτικής λιτότητας (κάτι που θα υπενθύμιζε το ναζιστικό παρελθόν της).
Περαιτέρω η ΕΚΤ, για να εντάξει ξανά τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της (QE), απαιτεί μία έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από το ΔΝΤ – το οποίο για να την παρέχει επιθυμεί εκτός από την εξόφληση του, τον περιορισμό των τοκοχρεολυσίων της Ελλάδας για τα επόμενα δέκα έτη στο 15% του ΑΕΠ της (ποσοστό που θεωρούμε πολύ υψηλό, ενώ θα έπρεπε να τοποθετηθεί ως προς τα έσοδα της χώρας μας και όχι ως προς το ΑΕΠ της).
Εύλογα τώρα συμπεραίνεται ότι, ο ρόλος της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις είναι καθαρά διακοσμητικού χαρακτήρα – καθώς επίσης πως το πρόβλημα της Ελλάδας δεν θα επιλυθεί, οπότε θα συνεχίσει να είναι όμηρος της Γερμανίας, αφού χωρίς την ονομαστική διαγραφή του χρέους που αρνείται η καγκελάριος (δεν συμφωνεί καν με το πάγωμα των επιτοκίων στο 2%) οι Έλληνες δεν έχουν μέλλον.
34
Αντίθετα, η Ελλάδα θα έχει μέλλον και μάλιστα πολύ καλό, αφού όμως προηγουμένως εξασφαλισθεί η μετατροπή της σε πλήρη γερμανική αποικία – έτσι ώστε όλα τα οφέλη από τη διάσωση της να τα εισπράξουν οι Γερμανοί. Ειδικότερα, οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας θεωρούνται εξαιρετικές – ενώ είναι σήμερα η πλέον φθηνή χώρα στον πλανήτη τόσο όσον αφορά τα περιουσιακά της στοιχεία, δημόσια και ιδιωτικά, όσο και τους μισθούς των εργαζομένων της.
Χωρίς περιττές λεπτομέρειες, ο τουρισμός στη χώρα μας σήμερα εξελίσσεται ραγδαία, ενώ απλά και μόνο ο εφοδιασμός των ξενοδοχείων με τα γεωργικά και λοιπά προϊόντα που χρειάζονται, είναι σε θέση να δώσει αντικείμενο σε πολλές ελληνικές παραγωγικές και λοιπές επιχειρήσεις – οι οποίες θα μπορούν να λειτουργήσουν αρκετά κερδοφόρα, διαθέτοντας φθηνό και άριστα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό.
Αυτό που λείπει τώρα για να ιδρυθούν νέες επιχειρήσεις ή για να λειτουργήσουν κερδοφόρα οι υφιστάμενες είναι η χρηματοδότηση τους, οι επενδύσεις, η καλύτερη λειτουργία του δημοσίου, καθώς επίσης ένα σταθερό και ορθολογικό φορολογικό πλαίσιο – προϋποθέσεις που ασφαλώς θα εξασφαλισθούν από τους νέους ιδιοκτήτες της χώρας, όταν ολοκληρωθεί η λεηλασία της, πόσο μάλλον αφού τους ανήκουν ήδη οι τράπεζες.
Το ίδιο θα συμβεί σε πολλούς άλλους τομείς, καθώς επίσης στις δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν σκόπιμα απαξιωθεί για να εξαγορασθούν φθηνά – όπως στο παράδειγμα των αεροδρομίων, του ΟΠΑΠ, των σιδηροδρόμων, του ΟΛΠ κλπ. Φυσικά θα ακολουθήσουν η ΔΕΗ, η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ, τα ενεργειακά αποθέματα κοκ., έως ότου η Ελλάδα δεν θα ανήκει πια στους Έλληνες, έχοντας ταυτόχρονα μετατραπεί σε μία πολυπολιτισμική περιοχή – ενώ ο πλούτος και τα κέρδη από όλες αυτές τις επιχειρήσεις θα οδηγούνται στο εξωτερικό μαζί με τους τόκους των δανείων της χώρας, οπότε οι Έλληνες θα είναι αφενός μεν όμηροι των ξένων, αφετέρου φθηνό εργατικό δυναμικό και σκλάβοι χρέους στο διηνεκές.
Λογικά λοιπόν υποθέτουμε πως το τελευταίο που θα ήθελε η Γερμανία θα ήταν να χάσει την Ελλάδα – πόσο μάλλον μετά τις τεράστιες επενδύσεις στις υποδομές της με χρήματα της ΕΕ, μετά τις επιδοτήσεις που έχουν δοθεί για την κατασκευή σύγχρονων εργοστασίων στον κλάδο της μεταποίησης (όπως στα οινοποιεία), με τα ενεργειακά αποθέματα που γνωρίζει πως διαθέτει, με τις μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης που διαφαίνονται σε μία οικονομία που έχει πιεσθεί προς τα κάτω όσο καμία άλλη, με τη γεωπολιτική της σπουδαιότητα κοκ.
Επίλογος     
Ολοκληρώνοντας, δεν έχουμε καμία αμφιβολία σχετικά με την πρόθεση της Γερμανίας για τη δημιουργία μίας γερμανικής Ευρώπης – αφού αυτό που είχε επιδιώξει το 19ο αιώνα εμπορικά, όπου η οικονομική δραστηριότητα της Ευρώπης είχε επίκεντρο την ίδια με κατάληξη τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο (Keynes), ενώ τον 20ο στρατιωτικά με κατάληξη το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ενοχοποιώντας αργότερα κάποιους ναζί, το επιδιώκει ξανά με οικονομικά όπλα αυτή τη φορά.
Περίμενε άλλωστε υπομονετικά την πρώτη κρίση χρέους της Ευρωζώνης για να χρησιμοποιήσει τα όπλα της, την οποία η ίδια προκάλεσε σε κάποιο βαθμό με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα, με τη χρησιμοποίηση της ΕΚΤ κοκ. – γνωρίζοντας πολύ καλά τα προβλήματα του ευρώ, αφού κανένα κοινό νόμισμα δεν μπορεί να λειτουργήσει θετικά για όλους, χωρίς προηγουμένως να έχουν ενωθεί τραπεζικά, δημοσιονομικά και πολιτικά (κάτι που φυσικά η αλαζονεία της δεν θα της το επέτρεπε ποτέ).
Εάν μας ρωτούσε τώρα κανείς αν θα θέλαμε να ανήκουμε στο 4ο Ράιχ με τις παραπάνω προϋποθέσεις, σαν μία επαρχία της Ρώμης δηλαδή, ασφαλώς θα απαντούσαμε αρνητικά -όπως άλλωστε οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, οι Γάλλοι κοκ. Από την άλλη πλευρά, είναι εντελώς διαφορετικό το τι θα θέλαμε με το τι είναι εφικτό και με ποιόν τρόπο – όπου ο προτιμότερος/εφικτότερος θα ήταν η κατανόηση του ευρωπαϊκού προβλήματος από όλες τις άλλες χώρες, έτσι ώστε σε συνεργασία μαζί τους να προστατευθούμε από τον κοινό «εχθρό», από τον οποίο απειλούνται επίσης οι ίδιοι οι Γερμανοί Πολίτες.
Υπάρχουν φυσικά και άλλες λύσεις, «ατομικές» κατά κάποιον τρόπο – όπως θα ήταν (α) η αναβολή πληρωμών εντός της Ευρωζώνης με την ταυτόχρονη καταγγελία των παράνομων δανειακών συμβάσεων, (β) η επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα «κοινή συναινέσει» με τη Γερμανία, με βάση την πρόταση του κ. Σόιμπλε έναντι μείωσης του χρέους μας κατά 50 δις € που θα έπρεπε να αυξηθούν, (γ) η μονομερής άρνηση του χρέους με την έξοδο μας από την Ευρωζώνη (δ) το παράλληλο νόμισμα κοκ.
Όλες οι λύσεις αυτές είναι μεν σεβαστές, αλλά όχι εύκολες, χρειάζονται πολύ λεπτομερή ανάλυση και εγκυμονούν μεγάλα ρίσκα – ενώ απαιτούν πολύ ικανές κυβερνήσεις, τη συμφωνία των περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων που θεωρούμε πολύ δύσκολη καθώς επίσης, κυρίως, την ενημέρωση/στήριξη όλων των Πολιτών. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν πολλές επιλογές, ενώ δεν έχουμε ακόμη πολύ χρόνο στη διάθεση μας εάν δεν θέλουμε να χάσουμε τα πάντα – αφού το νέο μνημόνιο είναι θανατηφόρο, ειδικά λόγω των υπέρογκων πλεονασμάτων που απαιτεί, των αποκρατικοποιήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που θα ακολουθήσουν, των φοροεπιδρομών γερμανικών προδιαγραφών κοκ.
Από την άλλη πλευρά, απλά και μόνο η αλλαγή/ανατροπή της κυβέρνησης δεν πρόκειται να βοηθήσει καθόλου – παρά το ότι είναι ιδανική για τη Γερμανία, αφού είναι η μοναδική που μπόρεσε να ψηφίσει σύσσωμη τόσα πολλά εναντίον της χώρας της, χωρίς την παραμικρή αντίδραση από τους Πολίτες. Πόσο μάλλον όταν η αξιωματική αντιπολίτευση τρέφει τις ίδιες ψευδαισθήσεις, όπως η κυβέρνηση πριν και μετά το 2015 – πιστεύοντας πως με ένα άλλο μείγμα πολιτικής εντός των μνημονίων η Ελλάδα θα μπορούσε να επιβιώσει ελεύθερη με τέτοια χρέη, μέσα σε μία γερμανική Ευρωζώνη, καθώς επίσης με τη σημερινή κυβέρνηση στους δρόμους.
379
Οφείλουμε πάντως να κατανοήσουμε ότι, το πρόβλημα της Ευρωζώνης και της Ελλάδας δεν είναι το ευρώ, αλλά η Γερμανία – την οποία δεν είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε μόνοι μας, πόσο μάλλον κατά μέτωπο με μονομερείς ενέργειες και χωρίς συμμάχους. Επομένως, θα πρέπει να προετοιμασθούμε πολύ προσεκτικά, ειδικά όσον αφορά τις συμμαχίες εντός και εκτός της ΕΕ, όποια λύση και αν επιλέξουμε – η οποία, όποια και αν είναι, θα είναι ασφαλώς καλύτερη από την υποδούλωση στη Γερμανία.
Θεωρούμε πάντως πως η τελευταία ελπίδα της Ελλάδας και της Ευρώπης, η αλλαγή κυβέρνησης και νοοτροπίας της Γερμανίας, δεν θα ευοδωθεί – οπότε μάλλον σωστά επέλεξε η Μ. Βρετανία, παρά τις επιθέσεις που θα αντιμετωπίσει.

analyst.gr
Share on Google Plus

About Unknown

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου