Του Άρη Λαμπρόπουλου*
Στο φύλλο τής 31ης Δεκεμβρίου 2016 και στην ενότητα «Νόστιμον Ήμαρ» δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Δημήτρη Κούλαλη με τίτλο «Καλή χρονιά;». Δεδομένου ότι τίθεται ένα μείζον ζήτημα για το οποίο δεν έχει ακόμα ξεκινήσει σοβαρός και σε βάθος διάλογος, θα ήθελα επιχειρώντας μιαν απάντηση να συμβάλω στην κατεύθυνση αυτή.
Ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου υποστηρίζει ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν είναι πρόβλημα εθνικού νομίσματος αλλά πρόβλημα καπιταλισμού εν γένει.
Και ενώ εύκολα θα συμφωνούσε κανείς ότι ο καπιταλισμός είναι η αιτία των προβλημάτων του σύγχρονου κόσμου εν αντιθέσει με προ-καπιταλιστικές κοινωνίες -και λέω σύγχρονου επειδή η κυριαρχία, η ανισότητα και η εκμετάλλευση προϋπήρχαν του καπιταλισμού- το επίδικο είναι οι συγκεκριμένοι κάθε φορά μηχανισμοί με τους οποίους η κυριαρχία, η ανισότητα και η εκμετάλλευση επιβάλλονται στις σύγχρονες κοινωνίες και σε καθεμία από αυτές.
Αλλιώς καταλήγουμε στην πολιτική αναχωρητισμού του ΚΚΕ, κατά την οποία όλα τα προβλήματα θα λυθούν διαμιάς όταν εισέλθουμε στον κομμουνιστικό παράδεισο (που βέβαια είναι ο κομμουνισμός
του στρατοπέδου) χωρίς όμως να μας λέει πώς θα γίνει αυτό στις συγκεκριμένες συνθήκες. Ασφαλώς για πολλούς από εμάς ορίζοντας απελευθέρωσης είναι η σοσιαλιστική κοινωνία· όμως το ερώτημα είναι ο τρόπος μετάβασης και τα απαραίτητα κάθε φορά βήματα ξεκινώντας από μια συγκεκριμένη κατάσταση.
του στρατοπέδου) χωρίς όμως να μας λέει πώς θα γίνει αυτό στις συγκεκριμένες συνθήκες. Ασφαλώς για πολλούς από εμάς ορίζοντας απελευθέρωσης είναι η σοσιαλιστική κοινωνία· όμως το ερώτημα είναι ο τρόπος μετάβασης και τα απαραίτητα κάθε φορά βήματα ξεκινώντας από μια συγκεκριμένη κατάσταση.
Στην ελληνική περίπτωση δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τι συμβαίνει, αν δεν καταλάβει τον ρόλο της ΕΕ και του ευρώ στην υποδούλωση της χώρας και στην ολοσχερή απώλεια εκ μέρους της τόσο της εθνικής ανεξαρτησίας όσο και της λαϊκής κυριαρχίας -εφόσον τουλάχιστον αποδεχόμαστε ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, αφού όλες οι μείζονες αποφάσεις λαμβάνονται στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες και στην Φρανκφούρτη, ενώ ο φερόμενος ως Έλληνας πρωθυπουργός εκτελεί τις εντολές των ξένων επικυρίαρχων και το κοινοβούλιο ουσιαστικά πρωτοκολλά επικυρώνοντας τυπικά τις αποφάσεις τους, σε ένα οιονεί μεταδημοκρατικό πείραμα που εφαρμόζεται για πρώτη φορά παγκοσμίως στην Ελλάδα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ποτέ δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος η Ελλάδα και ότι ποτέ δεν υπήρχε καθεστώς λαϊκής κυριαρχίας, όμως μια τέτοια θέση ξεχνά ότι δεν υπάρχει μόνο άσπρο ή μαύρο αλλά και οι μεταξύ τους αποχρώσεις.
Ολοφάνερα υπήρξαν περίοδοι όπου ο λαϊκός παράγοντας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση αντιλαϊκών μέτρων (π.χ. στη μη ψήφιση του νόμου Γιαννίτση ή στην αντικατάσταση του Γ. Παπανδρέου υπό την πίεση και των «αγανακτισμένων» το 2011), που είναι δυο παραδείγματα από την πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας.
Θα πρέπει να κατανοήσει λοιπόν κανείς ότι η ΕΕ αποτελεί έναν χώρο όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από όργανα μη δημοκρατικά εκλεγμένα και εξυπηρετούν αποκλειστικά τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών, ειδικά της Γερμανίας, εις βάρος των ασθενέστερων όπως η Ελλάδα.
Ένα τεράστιο πλέγμα συμφωνιών (Μάαστριχτ, Λισσαβόνα, Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας κ.ά.) δεσμεύουν υπέρμετρα τα αδύνατα κράτη που δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν το συμφέρον τους ή την εξαίρεσή τους από τις ρυθμίσεις της ΕΕ. Κράτη τα οποία μπορούν να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους είναι κυρίως η Γερμανία, η Γαλλία και, δευτερευόντως, η Ιταλία.
Σημειώνεται ότι η εκμετάλλευση εν προκειμένω αφορά κράτη και όχι πληθυσμούς γενικώς και αορίστως, παρότι μια συγκεκριμένη άποψη στην Αριστερά δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα σε κυρίαρχα και κυριαρχούμενα κράτη.
Ο ίδιος ο Τρότσκι, απευθυνόμενος στους συντρόφους του της 4ης Διεθνούς, σημείωνε ότι έχει πρόβλημα πολιτικής αντίληψης όποιος δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ ενός κυρίαρχου και ενός κυριαρχούμενου κράτους. Μην ξεχνάμε ότι τα όρια της κυριαρχίας ενός λαού είναι τα σύνορα του κράτους του.
Ο συντάκτης του παραπάνω άρθρου αναφέρει ότι, ενώ πολλές χώρες διαθέτουν εθνικό νόμισμα, έχουν εξίσου και αυτές πολλά προβλήματα φτώχειας, ανισότητας και εκμετάλλευσης, τα οποία ορθά παραθέτει. Με τον τρόπο όμως που τίθεται το ζήτημα, συγκρίνονται καταστάσεις ανόμοιες μεταξύ τους. Το πώς ασκείται η κυριαρχία και η εκμετάλλευση στη Μεγάλη Βρετανία ή στο Κονγκό δεν έχει απαραίτητα σχέση με το πώς ασκείται στην Ελλάδα και αυτό είναι το αντικείμενο συγκεκριμένης ανάλυσης κάθε φορά.
Βασικό εργαλείο υποταγής της χώρας στην ευρωπαϊκή ολιγαρχία είναι το νόμισμα, το οποίο ως τέτοιο δεν είναι απλώς ένα εργαλείο κοινωνικά ουδέτερο αλλά συμπυκνώνει σχέσεις κυριαρχίας και εξουσίας.
Διαφορετικό είναι π.χ. ένα νόμισμα που εκδίδεται για να εξυπηρετήσει μια φιλολαϊκή πολιτική και διαφορετικό ένα νόμισμα όπως το ευρώ, που σχεδιάστηκε ως αποθεματικό νόμισμα στις παγκόσμιες αγορές προκειμένου να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των τραπεζιτών και της μεγάλης ολιγαρχίας, που επιθυμούν τη νομισματική σταθερότητα για την εξασφάλιση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Είναι απορίας άξιον το να ισχυρίζεται κάποιος ότι το νόμισμα δεν έχει σημασία, όταν σήμερα η Ελλάδα χρησιμοποιεί νόμισμα ισχυρότερο (σκληρότερο) του κινεζικού γουάν και του δολαρίου των ΗΠΑ. Επίσης, διαθέτει το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία που έχει πολλαπλάσια παραγωγικότητα, την οποία δημιούργησε με την τεράστια αμερικανική βοήθεια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με τον ισχυρό προστατευτισμό που ακόμα και σήμερα ασκεί μέσω ποιοτικών και άλλων κριτηρίων στα εισαγόμενα προϊόντα, όταν μάλιστα οι γερμανικές επιχειρήσεις δανείζονται με επιτόκιο της τάξης του 1% και οι αντίστοιχες ελληνικές με μεγαλύτερο του 10%!
Είναι αφέλεια, λοιπόν, να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί η Ελλάδα να συναγωνιστεί τις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες χωρίς προστατευτισμό και έχοντας κοινό νόμισμα με αυτές, εφόσον μια τέτοια συνθήκη καθιστά ακόμη λιγότερο ανταγωνιστική την οικονομία της.
Ας δούμε όμως κάποιες συγκεκριμένες σημασίες του να έχει μια χώρα εθνικό-κρατικό νόμισμα.
1. Το εθνικό-κρατικό νόμισμα το εκδίδει το κράτος χωρίς κανένα κόστος, αντίθετα το ευρώ το αγοράζουν οι ελληνικές τράπεζες και όχι το Δημόσιο από την ΕΚΤ, με το επιτόκιο που ορίζει αυτή κάθε φορά, και το πουλάνε αφενός στο ελληνικό δημόσιο, που εκδίδει ομόλογα για να το αγοράσει από εκείνες, αφετέρου στους ιδιώτες, ως δάνεια, επιβαρύνοντας έτσι το κόστος δανεισμού με επιτόκια που ακόμη και σήμερα ξεκινούν από 5% και φτάνουν έως 16%. Με τον τρόπο αυτόν όμως μεγεθύνεται στο διηνεκές το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος με όλες τις απορρέουσες συνέπειες, πράγμα που σε αυτές τις συνθήκες, και χωρίς τη δυνατότητα αύξησης των εξαγωγών μέσω της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, καταλήγει στον εκ νέου δανεισμό και στην περαιτέρω βύθιση στη δίνη του χρέους.
2. Το κράτος όταν εκδίδει εθνικό-κρατικό νόμισμα έχει δυνατότητα να ασκήσει ταυτόχρονα ή όποτε το θελήσει πέντε πολιτικές: νομισματική, δημοσιονομική, συναλλαγματική, δασμολογική και εισοδηματική (πολιτική αμοιβής της εργασίας). Μπορεί δηλαδή να αγοράζει και να πουλάει ομόλογα, να μειώνει ή να αυξάνει τους δασμούς ανάλογα με τους παραγωγικούς στόχους που θέτει, να προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που είναι συμβατές με το αναπτυξιακό πρόγραμμα που έχει, όπως και να προσδιορίζει στο μέτρο που του αναλογεί την αμοιβή της εργασίας, ελέγχοντας τον πληθωρισμό.
Μπορεί εξάλλου να προβαίνει σε επενδύσεις του δημόσιου τομέα, του οποίου τα ελλείμματα αποτελούν εισόδημα για τον ιδιωτικό τομέα, εφόσον βέβαια ελεγχθούν τα μονοπώλια και οι δεσπόζουσες επιχειρήσεις των επιμέρους κλάδων. Μπορεί ακόμα να αυξάνει ή να μειώνει την κυκλοφορία νομίσματος ανάλογα με τα συμφέροντα των μεγάλων λαϊκών στρωμάτων. Μέσα στο ευρώ και την ΕΕ όμως, από τις πέντε αυτές πολιτικές, μόνον η εισοδηματική μπορεί να ασκηθεί από τη κάθε χώρα. Ενώ η Ελλάδα μέσω του μηχανισμού των μνημονίων στερείται ακόμα και αυτήν.
Είναι προφανές ότι δεν είναι μόνο το νόμισμα όρος για την επιθυμητή μετάβαση, δεδομένου ότι απαιτούνται και πολλά άλλα μέτρα σε πρώτη φάση: άρνηση πληρωμής του χρέους, έλεγχος των εισαγόμενων και εξαγόμενων κεφαλαίων, εθνικοποίηση των τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας με ταυτόχρονο δικαστικό έλεγχό τους, επιβολή μέτρων προστατευτισμού της ελληνικής οικονομίας, ανασυγκρότηση παραγωγικού ιστού σε κατεύθυνση που να ωφελεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας.
Για καθένα όμως από αυτά, όπως και για τα άλλα προαπαιτούμενα, χρειάζεται μια εξίσου συγκεκριμένη συζήτηση.
*Ο Άρης Λαμπρόπουλος είναι δικηγόρος Αθηνών
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου