Εάν περιμένει η Ελλάδα τη βοήθεια της καγκελαρίου, αποδεχόμενη την παράλογη πολιτική που της επιβάλλεται δικτατορικά, κάνει μεγάλο λάθος – το μόνο που θα μπορούσε να πετύχει, θα ήταν να παραμείνει στο διηνεκές η δαμόκλειος σπάθη επάνω της
«Θεωρούμε ως ένα διαρκές, διαχρονικό και αποτρόπαιο έγκλημα την οικονομική πολιτική, η οποία επιβλήθηκε «τιμωρητικά» στην πατρίδα μας, από την ευρωπαϊκή παραλλαγή του ΔΝΤ: από την Τρόικα, στην οποία η πρωσική Γερμανία δίνει ουσιαστικά την κατεύθυνση».
Άρθρο
Οι Γερμανοί είναι ένας λαός συμπαθής ως επί το πλείστον, αλλά έντονα διαφοροποιημένος, παράξενος και παράδοξος μαζί – αφού διακρίνεται από μία μικρή, «διεστραμμένη», κακεντρεχή, ζηλόφθονη, «προτεσταντική» και εξαιρετικά αιμοβόρα μειοψηφία, η οποία όμως υπερισχύει απόλυτα μίας, έντονα επιρρεπούς στον σκόπιμο εκφοβισμό και πολύ εύκολης στη χειραγώγηση, συντριπτικής πλειοψηφίας.
Η μικρή αυτή μειοψηφία, με έντονα ναζιστικά κατάλοιπα βαθιά μέσα στο γενετικό της κώδικα, είναι ικανή να βασανίζει, με μία απίστευτη εξωτερική ευγένεια, ακόμη και τους δικούς της Πολίτες, όταν την ίδια στιγμή ακούει κλασσική μουσική – γεγονός που παρατηρήθηκε πολύ συχνά, πριν και κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, με οδυνηρά θύματα κυρίως τους Εβραίους.
Όσον αφορά τη ψυχολογία του συγκεκριμένου λαού, παραθέτουμε την άποψη του Keynes, ο οποίος προσπάθησε να βοηθήσει τη χώρα μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, προτείνοντας τον περιορισμό των χρεών της – λέγοντας πολύ σωστά ότι, οι συμμαχικές δυνάμεις δεν θα έπρεπε να επιβάλλουν μόνο τις πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά και να μεριμνήσουν έτσι ώστε, να μπορούν οι Γερμανοί να τις εξοφλούν (κάτι που ισχύει σήμερα και για την Ελλάδα, όσον αφορά τη βιωσιμότητα, καθώς επίσης την ομαλή εξυπηρέτηση του υπέρογκου δημοσίου χρέους της). Σύμφωνα με τον Keynes, στο βιβλίο του «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης», τα εξής:
«Ο Γερμανός δεν καταλαβαίνει και δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, παρά μόνο τον εκφοβισμό – δεν δείχνει καμία απολύτως γενναιοδωρία ή ενδοιασμό στις διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχει πλεονέκτημα που δεν θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί, κανένα σημείο στο οποίο δεν θα ξέπεφτε χάριν του κέρδους, ενώ είναι άνευ τιμής, υπερηφάνειας ή οίκτου.
Ως εκ τούτου, δεν πρέπει ποτέ να διαπραγματεύεσαι με έναν Γερμανό ή να συμφιλιώνεσαι μαζί του – πρέπει να του υπαγορεύεις αυτά που θέλεις. Υπό οποιουσδήποτε άλλους όρους, δεν θα σε σέβεται ή δεν θα τον εμποδίσεις από το να σε εξαπατήσει«.
Με κριτήριο την παραπάνω περιγραφή του γερμανικού χαρακτήρα από έναν εμπνευσμένο οικονομολόγο, η σημερινή αντιμετώπιση της Γερμανίας από την ελληνική κυβέρνηση, είναι εντελώς λανθασμένη – ενώ, εάν δεν αλλάξει άμεσα, θα οδηγήσει την πατρίδα μας, η οποία είναι σαφώς υπό κατοχή, στην απόλυτη καταστροφή. Για να υπαγορεύσει δε αυτά που θέλει ή για να εκφοβίσει κανείς τους Γερμανούς, κάτω από την αδύναμη θέση που ευρίσκεται η Ελλάδα, θα πρέπει να αναλάβει συνειδητά το ρίσκο της χρεοκοπίας – χωρίς φυσικά να χρησιμοποιήσει «άδεια φυσίγγια».
Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν οφείλει μόνο να απειλήσει την εχθρικά διακείμενη απέναντι της πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας, με τη χρεοκοπία της – αφού δεν πρέπει ποτέ κανείς να απειλεί, εάν δεν έχει την πρόθεση να κάνει ακριβώς αυτό που λέει. Είναι άλλωστε σαν να σηκώνει το πιστόλι του εναντίον ενός βαριά οπλισμένου κακοποιού, χωρίς να μπορεί ή μη έχοντας την πρόθεση να πυροβολήσει – με αποτέλεσμα να προσελκύσει μαζικά τα δολοφονικά πυρά του «αντιπάλου» του.
Η Ελλάδα πρέπει λοιπόν να αντικρίσει κατάματα και με θάρρος το εξαιρετικά οδυνηρό σενάριο της χρεοκοπίας, χωρίς να διστάσει να το αντιμετωπίσει – αφού η εναλλακτική επιλογή της, ο αργός, βασανιστικός θάνατος, με την ίδια επώδυνη κατάληξη, θα της κοστίσει κατά πολύ περισσότερο. Μόνο τότε υπάρχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας – ενώ είναι η μοναδική ίσως χώρα σήμερα που έχει το ηθικό έρεισμα να αθετήσει τις πληρωμές της, καταστρέφοντας εκείνο το σύστημα που θέλει να την καταστρέψει.
Όπως έχει λοιπόν αναφερθεί ήδη (άρθρο) «οι Έλληνες, αφού υπέφεραν τα πάνδεινα, έχοντας ακολουθήσει πιστά το πρόγραμμα που τους επέβαλλε η Τρόικα, η οποία παραδέχθηκε επανειλημμένα πως ήταν λανθασμένο, έχουν κάθε δικαίωμα, εάν όχι υποχρέωση εκ του συντάγματος τους, να χρεοκοπήσουν – να αθετήσουν λοιπόν την εξόφληση του υπέρογκου χρέους, το οποίο δημιούργησε η ίδια η Τρόικα, με τις πολιτικές της.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, εάν αποκτήσουν δηλαδή οι Έλληνες το θάρρος που απαιτεί μία τέτοια απόφαση, το σύστημα της δημιουργίας σκλάβων μέσω του χρέους, πιθανότατα θα καταρρεύσει – με αποτέλεσμα να απελευθερωθεί ολόκληρος ο πλανήτης από το ζυγό της ελίτ. Άλλωστε, έχουν κάθε δικαίωμα να καταστρέψουν ένα σύστημα που προσπαθεί να τους καταστρέψει – όπως πολύ σωστά διακηρύσσουν οι Αμερικανοί Πολίτες σήμερα.
Δεν είναι δε σε καμία περίπτωση υποχρεωμένοι να ανέχονται τη «γερμανική μπότα», ούτε τον υπουργό οικονομικών της χώρας, ο οποίος απαιτεί με θράσος τη συνέχιση των μέτρων εξαθλίωσης, για να συνεχίσει τις θηριώδεις «ελεημοσύνες» του – αντί να τιμήσει τις οφειλές του απέναντι σε ένα Έθνος που κατέστρεψαν οι ναζί πρόγονοί του«.
Η ιστορική αναδρομή
Για να τεκμηριώσουμε τις τεράστιες ευθύνες της γερμανικής κυβέρνησης, όσον αφορά γενικότερα την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, τους κινδύνους διάλυσης της, καθώς επίσης την καταστροφή που προκάλεσε στην Ελλάδα, οφείλουμε να κάνουμε μία μικρή ιστορική αναδρομή.
Ειδικότερα, πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο «πραξικόπημα δημοσίων σχέσεων» όλων των εποχών το γεγονός ότι οι τράπεζες, οι οποίες προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση, δεν βρίσκονται πλέον στο στόχαστρο – στο οποίο τοποθετήθηκε έντεχνα η Ελλάδα, με αποτέλεσμα να συρθεί κυριολεκτικά σε μία παγίδα, στην οποία βυθίζεται καθημερινά όλο και περισσότερο (πηγή).
Επιστρέφοντας στις αρχές του 2010, αφού είχε προηγηθεί η παραποίηση των ελλειμμάτων της χώρας, μέσω των οποίων εκτοξεύθηκε αργότερα το δημόσιο χρέος με τη βοήθεια του ΔΝΤ (γράφημα), καθώς επίσης ο δημόσιος εξευτελισμός της από την τότε κυβέρνηση, η οποία διέσυρε διεθνώς την Ελλάδα, οι τράπεζες, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι στοιχημάτιζαν ασύστολα, στην επερχόμενη χρεοκοπία της – χωρίς να αποκλείουν ακόμη και την εκδίωξη της από την Ευρωζώνη.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώνει συνεχώς υψηλότερα επιτόκια, όταν δανειζόταν από τις αγορές, αφού διαφορετικά δεν της πρόσφερε κανείς χρήματα – ενώ η οικονομική της κατάσταση επιδεινωνόταν καθημερινά, παρά το ότι το συνολικό της χρέος ήταν το χαμηλότερο στην Ευρώπη, ενώ διέθετε μεγαλύτερη δημόσια περιουσία, από κάθε άλλη χώρα.
Εκείνη ακριβώς τη δύσκολη εποχή, επισκέφθηκε την καγκελάριο ένας έμπιστος συνομιλητής της: ο πρόεδρος μίας από τις ισχυρότερες τράπεζες της Γερμανίας και του πλανήτη, της Deutsche Bank, με μία πρόταση που την εξέπληξε. Ο κ. Ackermann πρότεινε την παροχή ενός πακέτου χρηματοδότησης της Ελλάδας ύψους 30 δις €, σε συνεργασία με ορισμένες ιδιωτικές τράπεζες, καθώς επίσης με κάποια κράτη της Ευρωζώνης – έτσι ώστε να αντιμετωπισθεί η τότε κρίση ρευστότητας της χώρας μας, έως ότου τουλάχιστον βρεθεί μία μακροπρόθεσμη λύση των προβλημάτων της.
Η γερμανίδα απέρριψε αμέσως την πρόταση σωτηρίας, με την οποία η Ελλάδα δεν θα οδηγούταν στα νύχια του ΔΝΤ, ενώ δεν θα ξεσπούσε η κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Η αιτία ήταν οι επικείμενες, δύσκολες εκλογές στη Ρηνανία Βεστφαλία – όπου είχε την εντύπωση ότι, εάν επί πλέον στην ενίσχυση των υπερχρεωμένων γερμανικών τραπεζών (η οποία δεν ήταν καθόλου δημοφιλής), προσέθετε και τη δανειοδότηση της Ελλάδας, με χρήματα των φορολογουμένων Πολιτών, θα διακινδύνευε μία εκλογική ήττα.
Το μοιραίο «λάθος»
Η αναπάντεχη, ανεύθυνη άρνηση της καγκελαρίου, ήταν ένα πολύ ακριβό λάθος τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ευρώπη – αν και έθεσε τις βάσεις της κρίσης, από την οποία τρέφεται αχόρταγα η Γερμανία απομυζώντας επαίσχυντα τους «εταίρους» της, καθώς επίσης επιβάλλοντας την απόλυτη ηγεμονία της σε ολόκληρη σχεδόν την ήπειρο. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς το «όνειρο» του Χίτλερ: την ειρηνική διείσδυση με οικονομικά όπλα, σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες.
Σε κάθε περίπτωση, το σκόπιμο ή μη «όχι» της γερμανίδας, ήταν η τελευταία ευκαιρία για να περιορισθεί η πυρκαγιά στην Ελλάδα – ενδεχομένως δε ακόμη και να σβηστεί, εάν η βοήθεια συνοδευόταν με συνεπείς, αποφασιστικές ενέργειες. Επειδή όμως αρνήθηκε, η πυρκαγιά διευρύνθηκε σε ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας και την Ιρλανδία – με καταστροφικές επιπτώσεις για τους Πολίτες όλων αυτών των χωρών.
Περαιτέρω, η κρίση της Ελλάδας σηματοδότησε μία αποφασιστική διαφοροποίηση στην Ευρωζώνη – αν και στην αρχή φάνηκε σαν να επρόκειτο για μία ανώδυνη «αλλαγή ετικετών», μέσω της οποίας η χρηματοπιστωτική κρίση μετονομάσθηκε, μεταλλάχθηκε καλύτερα, σε μία δημοσιονομική κρίση.
Φυσικά αντικαταστάθηκαν οι βασικοί ένοχοι, οι τράπεζες, από τα κράτη – τα οποία, επειδή διέσωσαν τις τράπεζες τους (η Ελλάδα πολλές ευρωπαϊκές, με τα πακέτα της Τρόικας), κάθισαν στη θέση του κατηγορούμενου, με την κατηγορία πως το βιοτικό τους επίπεδο ήταν κατά πολύ υψηλότερο, από τις επιδόσεις των Οικονομιών τους! Ειδικά η Ελλάδα, η οποία εξευτελίσθηκε, έχασε εντελώς την αξιοπρέπεια και την εθνική της ανεξαρτησία, ενώ έγινε αντικείμενο επιθέσεων από πολλά ΜΜΕ του πλανήτη – κυρίως από τα γερμανικά, τα οποία εκείνη την εποχή έδειξαν πως ο χαρακτήρας και το επίπεδο της χώρας δεν έχει αλλάξει καθόλου, από την εποχή του στυγνού ναζισμού.
Συνεχίζοντας οι πολιτικοί, πριν από όλους η καγκελάριος και ο πρόεδρος της Γαλλίας, απέσυραν μεθοδικά τις ευγνώμονες τράπεζες από το προσκήνιο, ενισχύοντας τες παράλληλα οικονομικά και τοποθέτησαν στο κάδρο τα δημόσια χρέη – μετατρέποντας τα σε κεντρικό θέμα.
Έτσι έφεραν στη ζωή την πολιτική λιτότητας, σύμφωνα με την οποία οι ευρωπαϊκές χώρες θα ακολουθούσαν στο εξής έναν μονόδρομο, μία και μόνο τριπλή οδηγία: οικονομία, οικονομία και ξανά οικονομία. Αργότερα ακολούθησε η ευρωπαϊκή δημοσιονομική συμφωνία, η πειθαρχία και η απαίτηση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών – την οποία αρνήθηκαν να ακολουθήσουν μόνο η Μ. Βρετανία και η Τσεχία.
Το τέλος της θεωρίας της ζήτησης
Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς χαριτολογώντας πως η Γερμανία αντιπαθεί τον Keynes, λόγω του επιτυχούς χαρακτηρισμού της στο παρελθόν – αφού με την παραπάνω πολιτική που εγκαινίασε, έθεσε τέλος στο μοναδικό διεθνώς μέχρι σήμερα αποτελεσματικό μέσον αντιμετώπισης των παράπλευρων ζημιών, τις οποίες προκαλούν οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις στην πραγματική οικονομία.
Οι Ευρωπαίοι πάντως οδηγήθηκαν σε έναν λανθασμένο δρόμο, με την έννοια «κρίση χρέους» – παραπλανήθηκαν δηλαδή, αφού με τον τρόπο αυτό συγκαλύφθηκε συνειδητά το γεγονός ότι, με εξαίρεση την Ελλάδα, επρόκειτο για μία κρίση των τραπεζών, καθώς επίσης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η αιτία ήταν το ότι οι τράπεζες κερδοσκοπούσαν, αντί να ασχολούνται με την υγιή χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Στην πραγματικότητα λοιπόν χώρες όπως η Ισπανία, καθώς επίσης η Ιρλανδία, είχαν πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς τους πριν από την κρίση – ενώ το χρέος τους, ως ποσοστό του ΑΕΠ τους, ήταν χαμηλότερο συγκριτικά με αυτό της Γερμανίας.
Ακόμη και σήμερα, η Ισπανία (γράφημα) έχει χαμηλότερο δημόσιο χρέος από τη Γερμανία ή από τη Γαλλία – αν και ο ιδιωτικός της τομέας, ιδίως αυτός της Ιρλανδίας, είναι κατά πολύ περισσότερο χρεωμένος, από αυτόν της Ελλάδας.
Συνεχίζοντας, αυτός που διασώθηκε με τα προγράμματα στήριξης που δόθηκαν στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, ενδεχομένως μελλοντικά στην Ισπανία και στην Ιταλία, δεν ήταν άλλος από τις τράπεζες – εις βάρος των Πολιτών και των επιχειρήσεων της πραγματικής οικονομίας, καθώς επίσης του κοινωνικού κράτους.
Παράλληλα, διευκολύνθηκε η περαιτέρω αποκρατικοποίηση των δημοσίων εταιριών, ιδίως των κοινωφελών, προς όφελος των αχόρταγων πολυεθνικών κολοσσών – με τη βοήθεια της πολιτικής, η οποία φυσικά υπηρετεί, πιστά και έμμισθα, τους κυρίαρχους του πλανήτη.
Ένα τυπικό παράδειγμα αποτελεί η χρηματοπιστωτική βοήθεια, δήθεν προς όφελος της Ελληνικής Δημοκρατίας – τα 130 δις €. Εξ αυτών, τα 71,5 δις € εισέπραξαν οι ιδιώτες δανειστές της Ελλάδας, όταν γινόταν ληξιπρόθεσμες οι δόσεις αποπληρωμής, μαζί με τους τόκους. Τα επόμενα 23 δις € αφορούσαν τις ελληνικές τράπεζες, ενώ τα 35,5 δις € διατέθηκαν για την αγορά ομολόγων, σε χαμηλότερες τιμές (haircut).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι, για τις έννοιες «χρέος και ένοχος» οι Γερμανοί έχουν την ίδια λέξη – γεγονός που ταιριάζει με την αυστηρή, προτεσταντική ηθική της χώρας, σύμφωνα με την οποία ο ένοχος (άρα και ο οφειλέτης), πρέπει να τιμωρείται παραδειγματικά και δημόσια.
Αν είναι δυνατόν να αποκεφαλίζεται σε μία «γκιλοτίνα», η οποία να τοποθετείται στο κεντρικότερο σημείο της Ευρώπης, σε υπερυψωμένο βάθρο, έτσι ώστε να μπορούν να την βλέπουν όλοι – για να μην τολμήσουν ποτέ να κάνουν κάτι ανάλογο.
Στα πλαίσια αυτά, εάν περιμένει η κυβέρνηση την αλληλεγγύη ή τη βοήθεια της καγκελαρίου στο θέμα του δημοσίου χρέους, μη υπακούοντας στις εντολές της, αρνούμενη δηλαδή να υποταχθεί γονυπετής στην παράλογη πολιτική που της επιβάλλεται δικτατορικά, κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος.
Ακόμη όμως και αν υποταχθεί, αποδεχόμενη τα πάντα, δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτα – απλά θα συνεχίσει να κρέμεται η δαμόκλειος σπάθη επάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων στο διηνεκές, αφού τόλμησαν να αμαρτήσουν.
Μεταξύ άλλων, επειδή δεν κατάφεραν να προστατευθούν από τη διαφθορά των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, τα οποία διεφθάρησαν από τους παγκόσμιους πρωταθλητές των διαφθορέων: από τη γερμανική βιομηχανία, ιδίως από την εξοπλιστική (ανάλυση), η οποία κυριολεκτικά οργίασε στην πατρίδα μας.
analyst.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου