Επετειακές εκδηλώσεις στην Ι.Μ. Αγίας Αναστασίας
Η 195η επέτειος της φοβερής μάχης των Βασιλικών της 10ης Ιουνίου 1821τιμήθηκε την Κυριακή στην Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας.
Το πρωί στο καθολικό της Μονής τελέστηκε Αρχιερατικό μνημόσυνο και εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας από τον εκπαιδευτικό, Δημήτριο Ρήγα.
Στη συνέχεια στον χώρο του μνημείου των ηρώων τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων.
Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Νίκος Παρασκευόπουλος ενώ τη Βουλή ο βουλευτής Χαλκιδικής της ΝΔ. Γιώργος Βαγιωνάς. Παρόντες ήταν επίσης ο περιφερειακός σύμβουλος, Δημήτρης Τζηρίτης, οι αντιδήμαρχοι Πολυγύρου και Δημοτικής Ενότητας Γαλάτιστας, Χρήστος Βορδός και Αλέξανδρος Λακρός αντίστοιχα, η Δημοτική Σύμβουλος Σιθωνίας, Μαρία Πάργα, ο πρόεδρος του Παγχαλκιδικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης «Ο Αριστοτέλης», Μιχάλης Καρτσιώτης εκπρόσωποι τοπικών αρχών και φορέων.
Το ιστορικό της Επετείου
Στις αρχές Ιουνίου του 1821 ο Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς ξεκίνησε από τη Δράμα για να κινηθεί προς τη νότια Ελλάδα και να χτυπήσει τους επαναστάτες. Όμως έπρεπε πριν κατέβει προς τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, να καταστείλει την επανάσταση της Χαλκιδικής, γιατί διαφορετικά υπήρχε κίνδυνος να πέσει η Θεσσαλονίκη στα χέρια των επαναστατημένων Χαλκιδικιωτών. Τα πεζοπόρα τμήματα που είχε συγκεντρώσει, ήταν πάνω από 30.000 και είχε και 5.000 ιππικό. Ο Εμμανουήλ Παπάς πληροφορήθηκε μαζί με τον Κασσανδρινό οπλαρχηγό Στάμο Χάψα και τους υπαρχηγούς Δουμπιώτη και Βασιλικό, ότι πλησιάζουν μεγάλα τμήματα τουρκικού στρατού από την Ανατολική Μακεδονία. Είχε συγκεντρώσει μαζί με κάποιους πατριώτες μοναχούς του Όρους Άθω γύρω στις 4.000 άνδρες. Οι επαναστατημένοι Χαλκιδικιώτες κινήθηκαν από το Όρος προς την Κομίτσα (το χωριό αυτό καταστράφηκε μετά από τους τούρκους) και Ιερισσό, τα οποία και απελευθέρωσαν. Αφού απελευθερώθηκε η Κομίτσα και η Ιερισσός μοίρασαν το στράτευμα στα δύο, από 2.000 άνδρες το καθένα.
Στο ένα τμήμα που συγκροτήθηκε έμεινε επικεφαλής ο ίδιος ο Εμμανουήλ Παπάς και κινήθηκε προς τα στενά της Ρεντίνας (Μακεδονικά Τέμπη) για να προλάβει τον τουρκικό στρατό πριν περάσει από εκεί. Όμως ο τουρκικός στρατός είχε περάσει και οι πολεμιστές του Εμμανουήλ Παπά τους πρόλαβαν στη Νέα Απολλωνία. Επειδή υπήρχε η πεδιάδα και ήταν ανοιχτό μέρος και ήταν υπεράριθμος ο τουρκικός στρατός, μετά από γενναία μάχη οι επαναστάτες άρχισαν να υποχωρούν προς το εσωτερικό της Χαλκιδικής, ενώ ο Μπαϊράμ πασάς με τα στρατεύματα του προχώρησε προς τη Θεσσαλονίκη χωρίς να τους καταδιώξει.
Το δεύτερο τμήμα των 2.000 ανδρών με επικεφαλής τον Καπετάν Χάψα (Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Κάψας αλλά ονομάστηκε Χάψας από τον λαό γιατί “έχαφτε” τους τούρκους, κάτι σαν τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο δηλαδή) κινήθηκε από την Ιερισσό μέσω των χωριών της Βορείου Χαλκιδικής και μπήκε απελευθερωτής στη Γαλάτιστα όπου και στρατοπέδευσε.
Η μάχη στα Βασιλικά και ο θάνατος του Χάψα
Ο Καπετάν Χάψας συνέχισε την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη, οι άνδρες του ήταν γεμάτοι ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα. Τα τούρκικα αποσπάσματα που τους αντιμετώπισαν δεν μπόρεσαν να τους αναχαιτίσουν, υποχωρούσαν γρήγορα και έτρεχαν να κρυφτούν προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Αυστριακός πρόξενος στην πόλη, που παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα, σε αναφορά του προς τον Αυστριακό Καγκελάριο Μέτερνιχ αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η Ελληνική επανάσταση, που έχει ξεσπάσει κιόλας σε πολλές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκαλεί τη γενική κατάπληξη. Σταματούν οι δουλειές και όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες οι εχθροπραξίες είναι ανοιχτές… Κινήσεις ζωηρές γίνονται και στη Θεσσαλονίκη μέρα μεσημέρι, επειδή οι επαναστάτες βρίσκονται μόνο λίγες ώρες μακρυά. Βρίσκονται σε ένα χωριό που ονομάζεται Γαλάτιστα και ξεσηκώνουν παντού τις ψυχές των κατοίκων.
Πολυάριθμα πολεμικά καράβια με ξεχωριστή καινούρια σημαία λυμαίνονται τη Θάλασσα, συλλαμβάνουν τουρκικά πλοία, κάνουν νηοψίες στα πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που όμως τα σέβονται.
Στο μεταξύ εδώ αυξάνονται οι αταξίες. Η αδημονία και ο γενικός φόβος, μήπως οι Έλληνες χτυπήσουν από στεριά και Θάλασσα την πόλη υπάρχει διάχυτος, αν και η κυβέρνηση έχει συλλάβει ως ομήρους τους πιο πλούσιους Έλληνες που ασκούν και την πιο μεγάλη επιρροή».
«Η Ελληνική επανάσταση, που έχει ξεσπάσει κιόλας σε πολλές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκαλεί τη γενική κατάπληξη. Σταματούν οι δουλειές και όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες οι εχθροπραξίες είναι ανοιχτές… Κινήσεις ζωηρές γίνονται και στη Θεσσαλονίκη μέρα μεσημέρι, επειδή οι επαναστάτες βρίσκονται μόνο λίγες ώρες μακρυά. Βρίσκονται σε ένα χωριό που ονομάζεται Γαλάτιστα και ξεσηκώνουν παντού τις ψυχές των κατοίκων.
Πολυάριθμα πολεμικά καράβια με ξεχωριστή καινούρια σημαία λυμαίνονται τη Θάλασσα, συλλαμβάνουν τουρκικά πλοία, κάνουν νηοψίες στα πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που όμως τα σέβονται.
Στο μεταξύ εδώ αυξάνονται οι αταξίες. Η αδημονία και ο γενικός φόβος, μήπως οι Έλληνες χτυπήσουν από στεριά και Θάλασσα την πόλη υπάρχει διάχυτος, αν και η κυβέρνηση έχει συλλάβει ως ομήρους τους πιο πλούσιους Έλληνες που ασκούν και την πιο μεγάλη επιρροή».
Ο Καπετάν Χάψας με τους άνδρες του στις 8 Ιουνίου του 1821 έφθασε στη Θέρμη (Σέδες). Εκεί έγινε μάχη με το ιππικό του Αχμέτ Μπέη των Γιαννιτσών (Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτή η μάχη έγινε κοντά στη Γεωργική Σχολή, πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη). Οι Τούρκοι νικήθηκαν και υποχωρούσαν πανικόβλητοι, τότε έκανε την εμφάνισή του ο Μπαϊράμ πασάς στη Θεσσαλονίκη.
Έγινε αμέσως πολεμικό συμβούλιο υπό τον Καπετάν Χάψα και αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρη, όπως είχε προτείνει ο Γεώργιος Κοτζιάς, ένας γέρος προεστός από τα Βασιλικά. Ο Καπετάν Χάψας έδωσε εντολή να φύγουν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα από τα Βασιλικά και να πάνε στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Όμως τους πρόλαβε το ιππικό του Αχμέτ Μπέη και ακολούθησε μεγάλη σφαγή των αμάχων στον κάμπο και στις βουνοπλαγιές της Αγίας Αναστασίας.
Η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού του Μπαϊράμ Πασά, συγκρούστηκε με τους αποφασισμένους άντρες του Καπετάν Χάψα στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρη. Ύστερα από σφοδρή μάχη η εμπροσθοφυλακή αναγκάστηκε να υποχωρήσει και οι επαναστάτες κυνήγησαν τους τούρκους με τα γιαταγάνια. Λίγο αργότερα όμως έφθασε το κύριο σώμα του στρατού και ο κάμπος κοκκίνισε από τις φορεσιές και τα φέσια των τούρκων. Η μάχη που ακολούθησε ήταν φοβερή, η τελευταία περιγραφή για τον Καπετάν Χάψα είναι ότι όρμησε με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στα δόντια, στον κύριο όγκο του τουρκικού στρατεύματος. Τον ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί από τον Βάβδο: οι Χαλάλης, Τουρλάκης και Καραγιάννης. Έπεσαν όλοι πολεμώντας μέχρι ενός. Οι Έλληνες άφησαν στο πεδίο της μάχης 63 ή 68 νεκρούς και οι τούρκοι πολύ περισσότερους. Βέβαια υπήρχαν εκατοντάδες νεκροί σε ολόκληρη την περιοχή. Η τοποθεσία εκεί λέγεται αλλιώς και Στασιομάνι και βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Μονής της Αγίας Αναστασίας. Πολλοί πολεμιστές, τα “Παιδιά του Χάψα” όπως ονομάστηκαν από τον λαό, οπισθοχώρησαν προς τα υψώματα του Βάβδου και του Πολυγύρου με σκοπό να συναντήσουν το σώμα του Εμμανουήλ Παπά και να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των τούρκων και του Μπαϊράμ πασά.
Τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι που είχαν διασωθεί στο Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, οι τούρκοι απλώθηκαν και έζωναν όλο το μοναστήρι.
Τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι που είχαν διασωθεί στο Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, οι τούρκοι απλώθηκαν και έζωναν όλο το μοναστήρι.
Ο Γέρο Χιμευτός ανηφόρισε προς το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, μάζεψε τους άμαχους και τα γυναικόπαιδα και μέσα στη νύχτα τους οδήγησε προς τη Γαλάτιστα, το Βάβδο, τον Πολύγυρο και τον Άγιο Νικόλαο. Άλλοι από αυτούς πήγαν στην Κασσάνδρα και ορισμένοι γέροντες προς το Όρος.
Την άλλη μέρα το πρωί, οι τούρκοι από το Γαλαρινό έστειλαν μια περίπολο προς το μοναστήρι, γιατί ο Μπαϊράμ πασάς πίστευε πως υπάρχουν επαναστάτες μέσα. Κάποιος καλόγερος όμως ή φύλακας του μοναστηριού, έριξε μερικούς πυροβολισμούς, σκότωσε δύο-τρεις Τούρκους, οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν και τότε ο Μπαϊράμ πασάς διέταξε την κατάληψη, την λεηλασία και την πυρπόληση της Μονής της Αγίας Αναστασίας.
Την άλλη μέρα το πρωί, οι τούρκοι από το Γαλαρινό έστειλαν μια περίπολο προς το μοναστήρι, γιατί ο Μπαϊράμ πασάς πίστευε πως υπάρχουν επαναστάτες μέσα. Κάποιος καλόγερος όμως ή φύλακας του μοναστηριού, έριξε μερικούς πυροβολισμούς, σκότωσε δύο-τρεις Τούρκους, οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν και τότε ο Μπαϊράμ πασάς διέταξε την κατάληψη, την λεηλασία και την πυρπόληση της Μονής της Αγίας Αναστασίας.
Τα στρατεύματα του Εμμανουήλ Παπά, τα “Παιδιά του Χάψα”, οι Πολυγυρινοί, οι Κασσανδρινοί και οι πολλοί άλλοι Χαλκιδικιώτες συνέχισαν να πολεμούν. Οι Τούρκοι σύντομα πέρασαν τους λόφους του Βάβδου και προχώρησαν προς τον Πολύγυρο. Όμως έξω από τον Πολύγυρο συνάντησαν σφοδρή αντίσταση, οι επαναστατημένοι Πολυγυρινοί κέρδισαν ακόμη και το θαυμασμό του νικητή Μπαϊράμ πασά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου