Παθήσεις του θυρεοειδούς και καρδιαγγειακή υγεία

 thyroid and heart
Ο θυρεοειδής αδένας είναι ένας αδένας που βρίσκεται στην τραχηλική μας χώρα, κάτω από το υοειδές οστό («μήλο του Αδάμ»), μπροστά από την τραχεία και κάτω από το δέρμα. Ο θυρεοειδής αδένας εκκρίνει ορμόνες (κατά 85% Τ4).  Οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν τον βασικό μεταβολικό ρυθμό σχεδόν σε όλους τους ιστούς και τα οργανικά συστήματα του ανθρώπινου σώματος και οι αυξημένες μεταβολικές απαιτήσεις οδηγούν σε αλλαγές στην καρδιακή παροχή, στις περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις και στην αρτηριακή πίεση. Από πολλές απόψεις, αυτές οι αλλαγές είναι παρόμοιες με την φυσιολογική απάντηση του οργανισμού στην άσκηση.
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς είναι αρκετά συχνές. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι το 9-15% των ενήλικων γυναικών εμφανίζουν κάποια πάθηση του θυρεοειδούς, ενώ στον ανδρικό πληθυσμό η συχνότητα εμφάνισης είναι πολύ μικρότερη.

Η σχέση ανάμεσα στη λειτουργία του θυρεοειδούς και στην καρδιαγγειακή υγεία

Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό στους πάσχοντες από κάποια πάθηση του θυρεοειδούς,  είναι ότι οι ορμόνες που εκκρίνονται από τον θυρεοειδή, και κυρίως οι Τ3, Τ4, ρυθμίζουν και επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία του καρδιαγγειακού μας συστήματος. Επομένως, μια διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα συνεπάγεται καρδιαγγειακά συμπτώματα, κάποιες φορές με πολύ σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία μας.
Τόσο ο υπερθυρεοειδισμός (υπερλειτουργία του αδένα) όσο και ο υποθυρεοειδισμός (υπολειτουργία του αδένα) προκαλούν αλλαγές στην καρδιακή συσπαστικότητα, στην κατανάλωση οξυγόνου από την καρδιά, στην καρδιακή παροχή, στην αρτηριακή πίεση και στην περιφερειακή αγγειακή αντίσταση. Ο υπερθυρεοειδισμός ευθύνεται κυρίως για την πρόκληση κολπικής μαρμαρυγής, ενώ ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προδιαθέσει σε επικίνδυνες κοιλιακές αρρυθμίες που μπορεί να προκαλέσουν ακόμη και το θάνατο εάν δεν υπάρξει θεραπεία της θυρεοειδούς πάθησης.

Καρδιολογικά συμπτώματα στον πάσχοντα από υπερθυρεοειδισμό

Ο υπερθυρεοειδισμός, δηλαδή η υπερβολική παραγωγή της ορμόνης Τ3, είναι μια συνήθης πάθηση που πλήττει περίπου το 1% του πληθυσμού, κυρίως τις γυναίκες ηλικίας 30-50 ετών. Το 70% των περιπτώσεων οφείλονται στη νόσο του Graves.
Οσον αφορά στην καρδιαγγειακή λειτουργία, ο υπερθυρεοειδικός ασθενής έχει αίσθημα παλμών, εμφανίζει ταχυκαρδία σχεδόν μόνιμη σε όλο το 24ωρο και η πίεση σφυγμού (η διαφορά ανάμεσα στη συστολική και τη διαστολική πίεση) διευρύνεται. Λόγω της αυξημένης αγγειοδιαστολής, διεγείρεται το σύστημα ρενίνης – αγγειοτανσίνης –  αιθοστερόνης και αυξάνεται η κατακράτηση νατρίου, με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Στον υπερθυρεοειδή ασθενή, η προσπάθεια προκαλεί δύσπνοια πολύ γρήγορα ενώ η αντοχή του στην κόπωση είναι πολύ περιορισμένη. Στο ηλεκτροκαρδιογράφημα διαπιστώνεται φλεβοκομβική ταχυκαρδία και έκτακτες κοιλιακές συστολές. Επίσης, μερικές φορές καταγράφεται επεισοδιακή κολπική μαρμαρυγή με διαταραχές αναπολώσεως ισχαιμικού τύπου, κυρίως στην κατάσταση της θυρεοτοξίκωσης.
Ακόμη και με υγιή, φυσιολογικά αγγεία, ο υπερθυρεοειδικός ασθενής μπορεί να εμφανίσει ισχαιμία στην καρδιά.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη για τον πάσχοντα κατάσταση, που προκαλείται από την αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου από το μυοκάρδιο και από τις αυξημένες απαιτήσεις σε οξυγόνο λόγω της αυξημένης καρδιακής συχνότητας, της αυξημένης καρδιακής συσταλτικότητας και κατά συνέπεια του καρδιακού έργου. Έτσι πολλοί υπερθυρεοειδικοί ασθενείς, ακόμη και νεαρής ηλικίας, αναφέρουν θωρακικό άλγος (στηθάγχη).
Η συνολική διαταραχή της λειτουργικότητας του μυοκαρδίου  και της περιφερικής συστηματικής κυκλοφορίας μπορεί να οδηγήσει σε εγκατάσταση της θυρεοτοξικής μυοκαρδιοπάθειας ή καρδιακής ανεπάρκειας με υψηλή καρδιακή παροχή. Η κατάσταση αυτή είναι σοβαρή, καθώς μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.

Καρδιολογικά συμπτώματα στον πάσχοντα από υποθυρεοειδισμό

Ο υποθυρεοειδισμός (η ανεπάρκεια του θυρεοειδούς αδένα) παρουσιάζεται στο 1% – 2% του γενικού πληθυσμού και προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες. Αυτή η προτίμηση προς το γυναικείο φύλο πιθανόν σχετίζεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα παραγωγής αυτοαντισωμάτων στη γυναίκα και τη μεγαλύτερη συχνότητα καταστάσεων όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και η αυτοάνοση ατροφία του θυρεοειδή αδένα.
Αντίθετα με τον υπερθυρεοειδισμό, στον υποθυρεοειδισμό τα χαμηλά επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα προκαλούν μείωση της καρδιακής απόδοσης, της καρδιακής συχνότητας και της μυοκαρδιακής συσταλτικότητας. Οι καρδιακές εκδηλώσεις του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν επομένως φλεβοκομβική βραδυκαρδία και περικαρδιακή συλλογή. Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία και η διαταραγμένη χάλαση των λείων μυικών ινών των αγγείων, προκαλούν αύξηση των συστηματικών αγγειακών αντιστάσεων. Έτσι προκαλείται αύξηση της διαστολικής πίεσης, άρα διαστολική υπέρταση, περίπου στο 30% των ασθενών. Στις περιπτώσεις αυτές, η θεραπεία υποκατάστασης με θυρεοειδή ορμόνη αποκαθιστά τη διαστολή των αγγείων και την αρτηριακή πίεση στο φυσιολογικό στους περισσότερους ασθενείς.
Ο έκδηλος υποθυρεοειδισμός χαρακτηρίζεται από αύξηση της χοληστερίνης του αίματος και ειδικότερα της κακής χοληστερίνης (LDL χοληστερόλη και απολιποπρωτεΐνη Β).
Έτσι ενώ από τα άτομα που έχουν αυξημένη χοληστερίνη μόνον το 1,3% – 2,8% έχουν συμπτωματικό υποθυρεοειδισμό, το 90% των πασχόντων από υποθυρεοειδισμό έχουν αυξημένη χοληστερίνη αίματος 64-66. Μάλιστα, ακόμη και στον υποκλινικό λανθάνοντα υποθυρεοειδισμό συμβαίνουν αλλαγές στο λιπιδαιμικό προφίλ. Οι μελέτες έχουν δείξει πως είναι απαραίτητη η θεραπεία υποκατάστασης με θυρεοειδή ορμόνη ώστε να αποκατασταθεί το φυσιολογικό επίπεδο ορμονών και να ρυθμιστεί το λιπιδαιμικό προφίλ, τόσο στον υποθυρεοειδισμό, όσο και στον υποκλινικό λανθάνοντα υποθυρεοειδισμό.
Χωρίς θεραπεία, τόσο η δυσλιπιδαιμία όσο και η διαστολική υπέρταση μπορούν να οδηγήσουν σε καρδιακή ανεπάρκεια και στεφανιαία αθηροσκλήρωση, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγονται οι καταστάσεις αυτές.

Καρδιολογικός έλεγχος στις διαγνωσμένες παθήσεις του θυρεοειδούς

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι
όσοι διαγνωσμένα πάσχουν από κάποια πάθηση του θυρεοειδούς, ενδέχεται να πάσχουν από κάποια καρδιαγγειακή διαταραχή και να κινδυνεύουν από καρδιαγγειακές νόσους.
Ωστόσο, οι νόσοι αυτοί θεραπεύονται ως επί το πλείστον, όταν θεραπεύεται και η θυρεοειδική πάθηση. Έτσι, οι θυρεοειδικοί ασθενείς θα πρέπει:
  • Να κάνουν έναν ολοκληρωμένο καρδιαγγειακό έλεγχο ώστε να αποκλείσουν ότι η πάθηση τους έχει δημιουργήσει κάποιο μη διαγνωσμένο καρδιαγγειακό πρόβλημα, και σε αντίθετη περίπτωση να λάβουν την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική φροντίδα.
  • Να γνωρίζουν ότι αν παραμελούν τη θεραπεία της θυρεοειδικής πάθησης εκθέτουν εαυτούς σε σοβαρό κίνδυνο που μπορεί να φτάσει μέχρι το θάνατο.

Καρδιολογικός έλεγχος και μη διαγνωσμένες παθήσεις του θυρεοειδούς

Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι πολλά καρδιαγγειακά συμπτώματα, ειδικά στις γυναίκες, μπορεί να οφείλονται σε κάποια πάθηση του θυρεοειδούς που είτε δεν έχει διαγνωσθεί καθόλου, είτε έχει παραμείνει χωρίς θεραπεία.
Αυτό σημαίνει πως είναι κρίσιμο στον αρχικό έλεγχο για διερεύνηση αρτηριακής υπέρτασης ή/και διαταραχής λιπιδίων αίματος, να περιλαμβάνεται έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας.
 cardiometabolism.gr
Share on Google Plus

About Unknown

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου