Η παραπάνω έκφραση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1996, από τον τότε διοικητή της Fed A. Greenspan, σε μία ομιλία του στο Αμερικανικό Επιχειρηματικό Ινστιτούτο – όταν απεύθυνε την εξής ερώτηση στο ακροατήριο του: «Πώς γνωρίζουμε ότι οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι υπερβολικά διογκωμένες λόγω της παράλογης ευφορίας;«
Η αιτία της αγωνίας του τότε ήταν μία μελέτη δύο σημαντικών οικονομολόγων, του R. Shiller και του J. Campbell, σύμφωνα με την οποία οι αμερικανικές μετοχές, με κριτήριο το δείκτη S&P, ήταν εξαιρετικά ακριβές – οπότε λογικά το χρηματιστήριο θα κατέρρεε.
Μεταξύ άλλων, η μελέτη αναφερόταν στον κυκλικά προσαρμοσμένο δείκτη των τιμών των μετοχών ως προς τα κέρδη των επιχειρήσεων (Ρ/Ε) – ο οποίος συγκρίνει τις παρούσες τιμές ενός χρηματιστηριακού δείκτη με τα μέσα κέρδη των προηγούμενων δέκα ετών, αφού «εκκαθαριστούν» από τον πληθωρισμό.
Εκείνη την εποχή ο δείκτης των οικονομολόγων, ο οποίος ονομάζεται πλέον Shiller Ρ/Ε, ήταν τόσο υψηλός, όσο για τελευταία φορά τη δεκαετία του 1930, πριν από το μεγάλο κραχ – υπερέβαινε δηλαδή το 27. Εν τούτοις, τα χρηματιστήρια δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για το δείκτη – αφού από τα τέλη του 1996 έως την άνοιξη του 2000, ο δείκτης των μετοχών των σημαντικότερων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας (Nasdaq) εκτοξεύθηκε από τις 1.300 μονάδες στις 5.048, όπου και κατέρρευσε τελικά.
Σήμερα ο ίδιος δείκτης ευρίσκεται ξανά στο 27, όσον αφορά το Shiller Ρ/Ε του S&P 500 (γράφημα) – οπότε, εάν πράγματι η ιστορία επαναλαμβάνεται, θα ακολουθήσει μία εντυπωσιακή άνοδος του,παρά το ότι είναι εξαιρετικά υπερτιμημένος.
Επεξήγηση γραφήματος: Αξιολόγηση του δείκτη S&P 500, με κριτήριο το Shiller Ρ/Ε – η οριζόντια κόκκινη γραμμή αφορά το μέσον όρο μετά το 1880, ενώ η γαλάζια καμπύλη τις διακυμάνσεις του.
.
Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, η σημερινή του αξιολόγηση (Δεκέμβριος 2016) είναι ανάλογη με αυτήν του 1996 (Δεκέμβριος)– γεγονός που σημαίνει ότι, ευρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας μίας μεγάλης φούσκας, όπως αυτής του διαδικτύου τότε, εάν συνεχίζει να ισχύει η έννοια της «παράλογης ευφορίας».
Πόσο μάλλον όταν στηρίζεται πλέον μαζικά από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες έχουν πλημμυρίσει με πάμφθηνα χρήματα τις αγορές – χρήματα που δεν τοποθετούνται καθόλου στην πραγματική οικονομία, αλλά σχεδόν στο σύνολο τους σε πάγια περιουσιακά στοιχεία (μετοχές, ακίνητα κοκ.).
Από την άλλη πλευρά βέβαια γνωρίζουμε πως όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, τότε μόνο σαν φάρσα – οπότε δύσκολα μπορούμε να είμαστε σίγουροι, σχετικά με την εξέλιξη των τιμών των μετοχών, με μοναδικό κριτήριο την ιστορική τους συμπεριφορά. Εκτός αυτού, οι συνθήκες σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές, το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών έχουν διογκωθεί υπερβολικά, αρκετά κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ενώ η ανάπτυξη επιβραδύνεται συνεχώς – παράλληλα με την πτώση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.
Επομένως, δεν είναι λογικό να στηριχθούμε στην επιβεβαίωση της θεωρίας της παράλογης ευφορίας, προβλέποντας τη συνέχιση της ανόδου των χρηματιστηρίων – αν και η σημερινή συμπεριφορά τους, μετά το ΟΧΙ των Ιταλών, δεν μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική (F&W).
analyst.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου