«Mην αφήσεις ποτέ μια κρίση να πάει χαμένη». Αυτή είναι μία από τις κατευθυντήριες γραμμές που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά τι συμβαίνει όταν ξεσπούν ταυτόχρονα πέντε κρίσεις; Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς έκανε λόγο για «πολυκρίση»: η έξοδος της Βρετανίας, οι μεταναστευτικές ροές, η δημοσιονομική λιτότητα, οι γεωπολιτικές απειλές από την Ανατολή και τον Νότο και οι «μη φιλελεύθερες δημοκρατίες» στην Κεντρική Ευρώπη. Αντί να χάνει και να σπαταλάει τις κρίσεις της, η Ευρώπη θα μπορούσε να χαθεί από αυτές. Σε μια τέτοια προοπτική το Brexit θα λειτουργούσε ως καίριος μοχλός κατεδάφισης. Με το να νομιμοποιηθεί η αντίληψη της διάλυσης της Ε.Ε. και με τον τρόπο αυτό η φαντασίωση των εξτρεμιστών να λάβει σάρκα και οστά στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ευρώπης, η έξοδος της Βρετανίας απειλεί να ενεργοποιήσει μιαν ακαταμάχητη διαδικασία αποδόμησης. Επιπροσθέτως θα μετασχηματίσει τα οικονομικά δεδομένα, παραλύοντας την ΕΚΤ και προξενώντας την επόμενη κρίση. Αν και η ΕΚΤ μπορεί πάντα να αντικρούει τη φημολογία της αγοράς, εντούτοις αποδεικνύεται αδύναμη στις διαλυτικές πιέσεις των ψηφοφόρων. Οπότε η Ε.Ε. θα πρέπει επειγόντως να κλείσει το τζίνι της αποδόμησης στο μπουκάλι του. Αυτό σημαίνει να πείσει τη Βρετανία να αλλάξει την οπτική της ως προς την Ευρώπη, η οποία, βάσει της κοινής λογικής και στις δύο όχθες της Μάγχης, είναι αδύνατον να αλλάξει. Ωστόσο στις μέρες μας πολλά πράγματα αδύνατα στην πολιτική τελικώς έγιναν δυνατά.
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις μετά το δημοψήφισμα, το 75% όσων τάχθηκαν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας αναμένουν η εθνική οικονομία είτε να βελτιωθεί είτε να μείνει ανεπηρέαστη. Η αισιοδοξία τους σχετίζεται κυρίως με τα λεγόμενα του Μπόρις Τζόνσον, του νυν υπουργού Εξωτερικών, ότι η Βρετανία θα εξασφαλίσει συμφωνία με την Ε.Ε., όπου θα έχει όλα τα οικονομικά οφέλη του μέλους, χωρίς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Οταν, όμως, οι προσδοκίες διαλυθούν, η κοινή γνώμη θα μεταστραφεί. Ηδη το 66% των ψηφοφόρων επιμένουν πως η πρόσβαση στην ενιαία αγορά έχει ζωτικότερη σημασία από τους περιορισμούς στη μετανάστευση. Οι ελπίδες για οικονομικά ήπια έξοδο από την Ε.Ε. δεν μπορούν να εναρμονιστούν με την ακραία απόρριψη όλων των υποχρεώσεων προς την Ε.Ε., που πρεσβεύει η σκληροπυρηνική αντιευρωπαϊκή μερίδα των Συντηρητικών. Η πρωθυπουργός Tερέζα Μέι δεν θα μπορέσει να τους επιβληθεί, επειδή οποιαδήποτε πορεία εξόδου κι αν επιλέξει, θα υπάρξει εσωτερικός ανταγωνισμός εντός του κόμματος και εντός των υποστηρικτών του Brexit – κι αυτό χωρίς να αναφέρουμε το 48% των ψηφοφόρων που τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. Πιθανώς η βρετανική πολιτική να αποβεί πολύ ρευστή με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και τη μεταστροφή των ψηφοφόρων. Η Ε.Ε. θα πρέπει να πάψει να θεωρεί το Brexit αναπόφευκτο, προσφέροντας δυνατότητες συμβιβασμού για να κατευναστούν οι ανησυχίες των Βρετανών ψηφοφόρων, αρκεί η χώρα να παραμείνει στους κόλπους της. Ο προφανής τρόπος να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα ήταν μια πανευρωπαϊκή συμφωνία για μεγαλύτερο εθνικό έλεγχο της μετανάστευσης. Η Ε.Ε. θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τόσο το Brexit όσο και το προσφυγικό με λελογισμένες αλλαγές στους κανόνες μετανάστευσης και προνοιακών συστημάτων, ενώ θα πρέπει να θέσει νέους δημοσιονομικούς κανόνες για να αντεπεξέλθει στην αλληλεπίδραση του προσφυγικού ζητήματος με την κρίση του ευρώ. Τέλος, οι μεταρρυθμίσεις στη μετανάστευση σε συνδυασμό με τις «μη φιλελεύθερες δημοκρατίες στην Κεντρική Ευρώπη» απαιτούν από την Ε.Ε. αλλαγές στις προτεραιότητες για τις δημόσιες δαπάνες και για την εξωτερική της πολιτική.
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις μετά το δημοψήφισμα, το 75% όσων τάχθηκαν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας αναμένουν η εθνική οικονομία είτε να βελτιωθεί είτε να μείνει ανεπηρέαστη. Η αισιοδοξία τους σχετίζεται κυρίως με τα λεγόμενα του Μπόρις Τζόνσον, του νυν υπουργού Εξωτερικών, ότι η Βρετανία θα εξασφαλίσει συμφωνία με την Ε.Ε., όπου θα έχει όλα τα οικονομικά οφέλη του μέλους, χωρίς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Οταν, όμως, οι προσδοκίες διαλυθούν, η κοινή γνώμη θα μεταστραφεί. Ηδη το 66% των ψηφοφόρων επιμένουν πως η πρόσβαση στην ενιαία αγορά έχει ζωτικότερη σημασία από τους περιορισμούς στη μετανάστευση. Οι ελπίδες για οικονομικά ήπια έξοδο από την Ε.Ε. δεν μπορούν να εναρμονιστούν με την ακραία απόρριψη όλων των υποχρεώσεων προς την Ε.Ε., που πρεσβεύει η σκληροπυρηνική αντιευρωπαϊκή μερίδα των Συντηρητικών. Η πρωθυπουργός Tερέζα Μέι δεν θα μπορέσει να τους επιβληθεί, επειδή οποιαδήποτε πορεία εξόδου κι αν επιλέξει, θα υπάρξει εσωτερικός ανταγωνισμός εντός του κόμματος και εντός των υποστηρικτών του Brexit – κι αυτό χωρίς να αναφέρουμε το 48% των ψηφοφόρων που τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. Πιθανώς η βρετανική πολιτική να αποβεί πολύ ρευστή με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και τη μεταστροφή των ψηφοφόρων. Η Ε.Ε. θα πρέπει να πάψει να θεωρεί το Brexit αναπόφευκτο, προσφέροντας δυνατότητες συμβιβασμού για να κατευναστούν οι ανησυχίες των Βρετανών ψηφοφόρων, αρκεί η χώρα να παραμείνει στους κόλπους της. Ο προφανής τρόπος να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα ήταν μια πανευρωπαϊκή συμφωνία για μεγαλύτερο εθνικό έλεγχο της μετανάστευσης. Η Ε.Ε. θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τόσο το Brexit όσο και το προσφυγικό με λελογισμένες αλλαγές στους κανόνες μετανάστευσης και προνοιακών συστημάτων, ενώ θα πρέπει να θέσει νέους δημοσιονομικούς κανόνες για να αντεπεξέλθει στην αλληλεπίδραση του προσφυγικού ζητήματος με την κρίση του ευρώ. Τέλος, οι μεταρρυθμίσεις στη μετανάστευση σε συνδυασμό με τις «μη φιλελεύθερες δημοκρατίες στην Κεντρική Ευρώπη» απαιτούν από την Ε.Ε. αλλαγές στις προτεραιότητες για τις δημόσιες δαπάνες και για την εξωτερική της πολιτική.
* Πρόεδρος του Ινστιτούτου Νέας Οικονομικής Σκέψης, πρώην αρθρογράφος των Τimes of London & Financial Times.
kathimerini.gr
Έντυπη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου