Συγγραφέας : Thomas Piketty
Βιβλίο : Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα
Εκδόσεις : Πόλις
Έτους : 2014
σελίδα 141
Σε μια τέτοια περίπτωση όμως θα ξεχνούσαμε ότι ένας πληθωρισμός 2% το χρόνο είναι πολύ διαφορετικός από έναν πληθωρισμό 0%. Αν στον ετήσιο πληθωρισμό 2% προσθέσουμε μια πραγματική οικονομική μεγέθυνση 1%-2% το χρόνο, αυτό σημαίνει ότι όλα τα μεγέθη -παραγωγή, εισοδήματα, μισθοί- τείνουν να ανεβαίνουν 3%-4% το χρόνο, οπότε ύστερα από δέκα ή είκοσι χρόνια όλα αυτά τα ποσά δεν θα έχουν καμία σχέση με τα τωρινά. Ποιος θυμάται τους μισθούς που επικρατούσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ή στις αρχές του 1990; Είναι άλλωστε απολύτως δυνατό αυτός ο πληθωρισμός 2% να αυξηθεί κάπως τα επόμενα χρόνια έτσι όπως εξελίχθηκε η νομισματική πολιτική μετά το 2007-2008, ειδικότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ. Εδώ επίσης πρόκειται για μια σημαντική διαφορά από το νομισματικό καθεστώς που ίσχυε πριν από έναν αιώνα. Και έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε η Γερμανία και η Γαλλία, οι δύο χώρες που περισσότερο κατέφυγαν στον πληθωρισμό την περίοδο 1913-1950, μοιάζουν να είναι σήμερα οι πιο επιφυλακτικές. Οικοδόμησαν άλλωστε μια νομισματική ζώνη -τη ζώνη του ευρώ- η οποία κατασκευάστηκε ολοκληρωτικά σχεδόν γύρω από την αρχή της πάλης κατά του πληθωρισμού.
σελίδα 168-169
Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα πράγματα έγιναν διαφορετικά, πιο αργά και με λιγότερο ζέση. Μεταξύ 1913 και 1950 ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός μόλις ξεπερνούσε ένα 3%, οπότε οι τιμές τριπλασιάστηκαν (αυξήθηκαν στο ένα τριακοστό της ανόδου που σημείωσαν στη Γαλλία). Για τους Βρετανούς ραντιέρηδες αυτό αντιπροσώπευε έναν σφετερισμό κάθε άλλο παρά αμελητέο, ασύλληπτο κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι το 1914. Είναι εντούτοις σαφώς ανεπαρκές για να αποτρέψει την πελώρια συσσώρευση δημοσίων ελλειμμάτων κατά τις δύο παγκόσμιες συρράξεις: το Ηνωμένο Βασίλειο κινητοποιήθηκε ολόκληρο για να χρηματοδοτήσει την πολεμική προσπάθεια, ενώ αρνιόταν να καταφύγει υπερβολικά στο πιεστήριο χαρτονομισμάτων, με αποτέλεσμα η χώρα να βρεθεί το 1950 με ένα κολοσσιαίο δημόσιο χρέος,πάνω από 200% του ΑΕΠ, υψηλότερο και από το 1815. Χρειάστηκε να επριμένει τον πληθωρισμό της δεκαετίας 1950-1960 (πάνω από 4% το χρόνο), και προπάντων της δεκαετίας του 1970 (σχεδόν 15% το χρόνο), ώσπου το βρετανικό δημόσιο χρέος να ξαναπέσει σε ένα επίπεδο της τάξης του 50% του ΑΕΠ.
Αυτός ο μηχανισμός αναδιανομής μέσω του πληθωρισμού είναι εξαιρετικά ισχυρός και έπαιξε ουσιώδη ιστορικό ρόλο στις δύο χώρες κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Θέτει ωστόσο δύο μείζονα προβλήματα. Από τη μία πλευρά, η στόχευση του είναι μάλλον χονδροειδής: μεταξύ των κατόχων περιουσιών εκείνοι οι οποίοι κατέχουν -άμεσα ή έμμεσα, μέσω των τραπεζικών τους καταθέσεων- τίτλους του δημοσίου χρέους δεν είναι πάντοτε οι πλέον εύποροι, κάθε άλλο. Από την άλλη, ο μηχανισμός αυτός δεν μπορεί να λειτουργεί διαρκώς: από την ώρα που ο πληθωρισμός μονιμοποιείται, οι δανειστές απαιτούν υψηλότερα ονομαστικά επιτόκια, και η άνοδος των τιμών δεν έχει πια τις αναμενόμενες επιπτώσεις. Επιπλέον, ένας υψηλός πληθωρισμός τείνει συνεχώς να επιταχύνεται (όταν η διαδικασία ξεκινήσει δύσκολα ανακόπτεται) και μπορεί να έχει συνέπειες που δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν (για ορισμένες κοινωνικές ομάδες τα εισοδήματα τους αναπροσαρμόζονται πολύ, για άλλες λιγότερο). Έτσι, μετά τη δεκαετία του 1970, η οποία χαρακτηρίστηκε στις πλούσιες χώρες από ένα μείγμα υψηλού πληθωρισμού, ανόδου της ανεργίας και σχετικής οικονομικής στασιμότητας (που ονομάστηκε "στασιμοπληθωρισμός"), διαμορφώθηκε μια νέα κυρίαρχη συναίνεση υπέρ του χαμηλού πληθωρισμού.
σελίδες 178-180
Όσον αφορά το δημόσιο χρέος και την κατανομή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού κεφαλαίου, η γερμανική τροχιά είναι παραπλήσια με τη γαλλική. Με ένα μέσο ετήσιο πληθωρισμό σχεδόν 17% μεταξύ 1913 και 1950, που σημαίνει ότι ανάμεσα στις δύο αυτές χρονολογίες οι τιμές αυξήθηκαν πάνω από 300 φορές (έναντι σχεδόν 100 στη Γαλλία), η Γερμανία είναι κατεξοχήν η χώρα που έπνιξε το χρέος της στον πληθωρισμό τον 20ό αιώνα. Παρά τα μεγάλα ελλείμματα κατά τη διάρκεια καθενός από τους δύο παγκόσμιους πολέμους (το δημόσιο χρέος υπερέβη για σύντομο διάστημα το 100% του ΑΕΠ το 1918-1920 και το 150% του ΑΕΠ το 1943-1944), ο πληθωρισμός θα επέτρεπε κάθε φορά στο χρέος να επανέλθει σε πολύ χαμηλά επίπεδα: μόλις στο 20% του ΑΕΠ το 1930, όπως και το 1950. Αυτή η προσφυγή στον πληθωρισμό ήταν όμως τόσο ακραία, και αποσταθεροποίησε τόσο βίαια τη γερμανική οικονομία και την κοινωνία, ιδίως κατά τον υπερπληθωρισμό της δεκαετίας του 1920. ώστε η γερμανική κοινή γνώμη να διαπλάσει μια εντονότατα αντιπληθωριστική νοοτροπία μετά τα επεισόδια αυτά. Βρισκόμαστε έτσι σήμερα στην ακόλουθη παράδοξη κατάσταση: η χώρα που χρησιμοποίησε στο μέγιστο βαθμό τον πληθωρισμό για να απαλλαγεί από τα χρέη της τον 20ό αιώνα -η Γερμανία- δεν θέλει ούτε να ακούσει για μιαν άνοδο των τιμών μεγαλύτερη από 2% το χρόνο· η χώρα η οποία πάντοτε αποπλήρωνε τα δημόσια χρέη της, πέρα μάλιστα από όσο ήταν εύλογο -το Ηνωμένο Βασίλειο- υιοθετεί μια στάση πιο χαλαρή και δεν βλέπει τίποτε κακό στο να αγοράζει η κεντρική της τράπεζα ένα σημαντικό τμήμα του δημοσίου χρέους της αφήνοντας τον πληθωρισμό να τρέξει λίγο.
Όσον αφορά τη συσσώρευση δημοσίων περιουσιακών στοιχείων, και εδώ η γερμανική περίπτωση είναι παραπλήσια με την γαλλική, με σημαντικές συμμετοχές του Δημοσίου στον τραπεζικό και τον βιομηχανικό τομέα τις δεκαετίες του 1950-1970, οι οποίες εν μέρει πωλήθηκαν από τις δεκαετίες του 1980-1990 και μετά, χωρίς όμως να έχουν εξαφανιστεί εντελώς. Για παράδειγμα, το κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας κατέχει ακόμα σήμερα σχεδόν το 15% των μετοχών -και το 20% των δικαιωμάτων ψήφου, εγγυημένα από το νόμο, κάτι που η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί άλλωστε να αμφισβητήσει- στην Volkswagen, την πρώτη αυτοκινητοβιομηχανία στην Ευρώπη και στον κόσμο. Τις δεκαετίες του 1950-1970, με δεδομένο ένα δημόσιο χρέος σχεδόν μηδενικό, η καθαρή δημόσια περιουσία προσέγγιζε ένα έτος εθνικού εισοδήματος στη Γερμανία, έναντι δύο ετών μόλις για την ιδιωτική περιουσία. Όπως και στη Γαλλία, το Δημόσιο κατείχε εκεί μεταξύ 25% και 30% του εθνικού κεφαλαίου κατά τη διάρκεια των δεκαετιών της ανοικοδόμησης και του γερμανικού οικονομικού θαύματος. Και επίσης όπως στη Γαλλία, η επιβράδυνση της μεγέθυνσης από τις δεκαετίες του 1970-1980 και η συσσώρευση δημοσίου χρέους (που είχε αρχίσει αρκετά πριν από την γερμανική επανένωση και συνεχίζεται έκτοτε) οδήγησαν σε πλήρη ανατροπή κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η καθαρή δημόσια περιουσία είναι σχεδόν μηδενική στις αρχές της δεκαετίας του 2010, και οι ιδιωτικές περιουσίες, που δεν έπαψαν να αυξάνονται από τη δεκαετία του 1950, αντιπροσωπεύουν περίπου το σύνολο της εθνικής περιουσίας.
σελίδες 688-691
Επιτρέπει ο πληθωρισμός ανακατανομή του πλούτου;
Ας επανέλθουμε στον συλλογισμός μας. Σημειώσαμε ότι ο έκτακτος φόρος κεφαλαίου συνιστά τον καλύτερο τρόπο για να μειωθεί ένα μεγάλο δημόσιο χρέος. Είναι με διαφορά η πιο διαφανής, η πιο δίκαιη και η πιο αποτελεσματικότερη μέθοδος. Μια άλλη δυνατότητα θα ήταν να προσφύγουμε στον πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, καθώς το δημόσιο χρέος είναι ονομαστικό (η τιμή του έχει δηλαδή καθοριστεί εκ των προτέρων και δεν επηρεάζεται από τον πληθωρισμό), και όχι πραγματικό μέγεθος (που η τιμή του εξελίσσεται με την οικονομική κατάσταση, τουλάχιστον με το ρυθμό του πληθωρισμού, όπως οι τιμές των ακινήτων ή οι χρηματιστηριακές αξίες), αρκεί να έχουμε λίγο παραπάνω πληθωρισμό ώστε να μειώσουμε πολύ σημαντικά την πραγματική αξία του χρέους. Για παράδειγμα, με πληθωρισμό 5% το χρόνο αντί 2%, σε πέντε χρόνια η πραγματική αξία του χρέους, εκφραζόμενη ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα έχει υποχωρήσει κατά 15% και πλέον (με όλους τους άλλους παράγοντες αμετάβλητους), μείωση αρκετά αξιόλογη.
Ο πειρασμός μιας τέτοιας λύσης είναι εξαιρετικά μεγάλος. Έτσι μειώθηκαν ιστορικά στην πλειονότητα τους τα μεγάλα δημόσια χρέη, ιδίως κατά τον 20ό αιώνα, όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Στη Γαλλία και στη Γερμανία πχ. ο πληθωρισμός ήταν αντίστοιχα 13% και 17% το χρόνο κατά μέσο όρο μεταξύ 1913 και 1950. Και επέτρεψε στις δύο χώρες να αφοσιωθούν στην ανοικοδόμηση έχοντας ασήμαντο δημόσιο χρέος στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η Γερμανία ειδικότερα είναι η χώρα που πιο εκτεταμένα κατέφυγε στον πληθωρισμό (και στην απλή διαγραφή των οφειλών της) ώστε να απαλλαγεί από το δημόσιο χρέος σε όλη της την ιστορίας (10).Αφήνοντας κατά μέρος την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία είναι σήμερα η πιο επιφυλακτική απέναντι σε μία τέτοια λύση, δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, η αμερικάνικη Federal Reserve, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Αγγλίας, τείνουν τώρα να ανεβάσουν τον στόχο τους για τον πληθωρισμό λίγο πολύ ρητά, και πειραματίζονται με διάφορες "μη συμβατικές" λεγόμενες πολιτικές (θα επανέλθουμε). Αν το κατορθώσουν, και αν πχ. ο πληθωρισμός τους από 2% γίνει 5% (κάτι που δεν είναι διόλου εξασφαλισμένο), οι χώρες αυτές θα επιτύχουν πράγματι να βγουν από την υπερχρέωση πολύ πιο γρήγορα από τις χώρες της ευρωζώνης. Οι οικονομικές προοπτικές των τελευταίων φαίνεται να επιδεινώνονται σοβαρά από την απουσία ορατής διεξόδου από την κρίση του χρέους, και από την έλλειψη διαύγειας στη μακροπρόθεσμη οπτική τους για τη φορολογική και δημοσιονομική ένωση της Ευρώπης.
Πράγματι, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι χωρίς έκτακτο φόρο στο κεφάλαιο, και χωρίς επιπλέον πληθωρισμό, ενδέχεται να απαιτηθούν πολλές δεκαετίες ώσπου να βγούμε από ένα επίπεδο δημοσίου χρέους τόσο υψηλό σαν το τωρινό. Για να πάρουμε μιαν ακραία περίπτωση: ας υποθέσουμε έναν πληθωρισμό αυστηρά μηδενικό, μια μεγέθυνση ΑΕΠ 2% το χρόνο (κάτι διόλου εξασφαλισμένο στο παρόν ευρωπαϊκό πλαίσιο, διότι η δημοσιονομική λιτότητα έχει προφανή υφεσιακή επίδραση, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον) και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που θα συγκρατείται στο 1% του ΑΕΠ (και που στην πράξη συνεπάγεται υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, με δεδομένους τους τόκους του χρέους). Τότε εξ ορισμού θα απαιτηθούν 20 χρόνια για να μειωθεί το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες (11). Αν κάποιες χρονιές η μεγέθυνση είναι χαμηλότερη από 2%, και το έλλειμμα υψηλότερο από 1%, τότε εύκολα αυτό μπορεί να πάρει τριάντα ή σαράντα χρόνια. Χρειάζονται δεκαετίες για να συσσωρευθεί κεφάλαιο· μπορεί επίσης να απαιτηθεί πολύ μακρύ χρονικό διάστημα για να μειωθεί ένα χρέος.
Το πιο ενδιαφέρον ιστορικό παράδειγμα παρατεταμένης θεραπείας λιτότητας είναι εκείνο του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τον 19ο αιώνα. Όπως σημειώσαμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (κεφάλαιο 3), το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάστηκε έναν αιώνα πρωτογενών πλεονασμάτων (περίπου 2-3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το χρόνο από το 1815 έως το 1914) για να απαλλαγεί από το πελώριο δημόσιο χρέος που προήλθε από τους ναπολεόντειους πολέμους. Συνολικά την περίοδο εκείνη οι Βρετανοί φορολογούμενοι πλήρωσαν περισσότερα για τόκους από όσα διέθεσαν για όλες τις εκπαιδευτικές δαπάνες. Ήταν μια επιλογή ασφαλώς προς το συμφέρον των κατόχων χρεογράφων. Αλλά είναι ελάχιστα πιθανό να ήταν προς το γενικό συμφέρον της χώρας. Δεν αποκλείεται η βρετανική υστέρηση στην εκπαίδευση να συνέβαλε στην παρακμή του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Επρόκειτο βέβαια για ένα χρέος υψηλότερο από 200% του ΑΕΠ (και όχι μόλις 100%, όπως τώρα) και ο πληθωρισμός τον 19ο αιώνα ήταν περίπου μηδενικός (ενώ σήμερα οι πάντες δέχονται ένα στόχο 2% το χρόνο). Μπορούμε συνεπώς να ελπίζουμε ότι θα αρκούσαν ίσως δέκα ή είκοσι χρόνια ευρωπαϊκής λιτότητας (κατ' ελάχιστον) αντί για έναν αιώνα. Αλλά και ένα τέτοιο χρονικό διάστημα θα ήταν πολύ μακρύ. Είναι θεμιτή η άποψη ότι η Ευρώπη έχει καλύτερες επιλογές για να προετοιμάσει το μέλλον της στην παγκόσμια οικονομία του 21ου αιώνα από το να διαθέτει μερικές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάθε χρόνο σε πρωτογενές πλεόνασμα για το χρέος της, όταν μάλιστα οι ευρωπαϊκές χώρες δαπανούν γενικά λιγότερο από μία μονάδα του ΑΕΠ για τα πανεπιστήμια τους.
Πέρα από αυτά, επίσης να τονίσουμε ότι ο πληθωρισμός είναι πολύ ατελές υποκατάστατο του προοδευτικού φόρου κεφαλαίου και μπορεί να έχει δυσάρεστες παρενέργειες. Η πρώτη δυσκολία με τον πληθωρισμό είναι ο κίνδυνος της χιονοστιβάδας: δεν είναι βέβαιο ότι θα κατορθώναμε να τον συγκρατήσουμε στο 5%. Από την ώρα που ξεκινά μια πληθωριστική σπείρα, καθένας θέλει οι μισθοί και οι τιμές που τον αφορούν να εξελίσσονται όπως τον βολεύει, και η ανακοπή της ανοδικής πορείας μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολη. Στη Γαλλία, ο πληθωρισμός υπερέβαινε το 50% το χρόνο μεταξύ 1945 και 1948, επί τέσσερα συνεχόμενα έτη. Το δημόσιο χρέος ελαχιστοποιήθηκε, μειώθηκε πολύ πιο δραστικά από όσο με τον έκτακτο φόρο στις περιουσίες που είχε επιβληθεί το 1945. Αλλά εκατομμύρια μικροαποταμιευτές καταστράφηκαν τελειωτικά από τον πληθωρισμό, πράγμα που συνέβαλε στην επιδείνωση της ενδημικής φτώχειας της τρίτης ηλικίας τη δεκαετία του 1950 (13). Στη Γερμανία, οι τιμές αυξήθηκαν εκατό εκατομμύρια φορές από την αρχή ως το τέλος του 1923. Το επεισόδιο αυτό άφησε την οικονομία και την κοινωνία μόνιμα τραυματισμένη και εξακολουθεί αναμφίβολα να επηρεάζει τις γερμανικές αντιλήψεις για τον πληθωρισμό. Η δεύτερη δυσκολία είναι ότι ο πληθωρισμός χάνει μεγάλο μέρος από τις επιθυμητές του επιδράσεις όταν γίνεται διαρκής και προβλεπόμενος (ειδικότερα, όσοι δανείζουν το κράτος απαιτούν υψηλότερο επιτόκιο).
Παραμένει πάντως ένα επιχείρημα υπέρ του πληθωρισμού. Σε σύγκριση με το φόρο κεφαλαίου, που όπως όλοι οι φόροι οδηγεί αναπόφευκτα στην αφαίρεση πόρων από πρόσωπα που ετοιμάζονταν να τους διαθέσουν χρήσιμα (για να καταναλώσουν ή να επενδύσουν), ο πληθωρισμός έχει το πλεονέκτημα, στην εξιδανικευμένη του εκδοχή, να πλήττει κυρίως όσους δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα χρήματα τους, εκείνους δηλαδή που διατηρούν υπερβολική ρευστότητα στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, σε ελάχιστα δυναμικές καταθέσεις ταμιευτηρίου, ή κάτω από το στρώμα τους. Γλιτώνουν όσοι ήδη ξόδεψαν ό,τι είχαν, όσοι επένδυσαν σε πραγματικά οικονομικά στοιχεία (ακίνητα ή επιχειρηματικά), και ακόμα καλύτερα όσοι χρωστάνε (διότι το ονομαστικό τους χρέος μειώνεται με τον πληθωρισμό και μπορούν γρήγορα να βάλουν μπροστά νέα επενδυτικά σχέδια). Σύμφωνα με μια τέτοια ιδανική οπτική, ο πληθωρισμός θα ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας φόρος στο αδρανές κεφάλαιο, και μια ενθάρρυνση στο δυναμικό κεφάλαιο. Η άποψη αυτή περιέχει ένα μικρό μέρος αλήθειας και δεν θα πρέπει να αγνοείται εντελώς. Όπως είδαμε όμως μελετώντας την ανισότητα των αποδόσεων ανάλογα με το ύψος του αρχικού κεφαλαίου, ο πληθωρισμός διόλου δεν εμποδίζει τις μεγάλες και κατάλληλα διαφοροποιημένες περιουσίες να αποσπούν πολύ καλές αποδόσεις, ανεξάρτητα από κάθε προσωπική εμπλοκή, αποκλειστικά και μόνο χάρη στο μέγεθος τους.
10. Πέρα από τη μείωση μέσω του πληθωρισμού, μεγάλο μέρος του γερμανικού δημοσίου χρέους απλώς διεγράφη από τους Συμμάχους μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (ή ακριβέστερα παραπέμφθηκε σε μιαν ενδεχόμενη γερμανική επανένωση και ουδέποτε εξοφλήθηκε έκτοτε). Κατά τους υπολογισμούς του Γερμανού ιστορικού AlbertRitschl φτάνουμε σε πολύ σημαντικά ποσά αν γίνει ανακεφαλαιοποίοηση με ένα εύλογο επιτόκιο. Ένα μέρος του χρέους αυτού αντιστοιχεί στις κατοχικές δαπάνες που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα κατά τη γερμανική κατοχή, από όπου απορρέουν ατελείωτες και εν πολλοίς άλυτες διαμάχες. Αυτό περιπλέκει περαιτέρω την εφαρμογή σήμερα μιας καθαρής λογικής λιτότητας και εξόφλησης χρεών. Για τα ζητήματα αυτά, βλ. A. Ritschl, "Does Germany owe Greece a debt? The European debt crisis n historicalperspective". LSE, 2012.
11. Αν το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 2% το χρόνο και το χρέος κατά 1% το χρόνο (υποθέτοντας ότι εκκινούμε από συνολικό χρέος γύρω στο επίπεδο του ΑΕΠ), τότε το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται κατά 1% το χρόνο.
12. Ο έκτακτος ή δεκαετής φόρος κεφαλαίου που περιγράψαμε πιο πάνω είναι μια μορφή πρωτογενούς πλεονάσματος που προορίζεται για τη μείωση του χρέους. Η διαφορά είναι ότι πρόκειται για νέο πόρο που δεν επιβαρύνει την πλειονότητα του πληθυσμού, ούτε τον υπόλοιπο κρατικό προϋπολογισμό. Στην πράξη υπάρχει ένα συνεχές ανάμεσα στις διάφορες λύσεις (φόρος κεφαλαίου, πληθωρισμός, λιτότητα): όλα εξαρτώνται από τη δοσολογία και από τον τρόπο που κατανέμεται η προσαρμογή ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ο φόρος κεφαλαίου ρίχνει το βάρος στους κατόχους μεγάλων περιουσιών ενώ η λιτότητα συνήθως τους απαλλάσσει.
ΠΗΓΗ:protagorasnews
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου