Εάν η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να μηδενίσει το χρέος της, να μην εφαρμόζει τα μνημόνια, καθώς επίσης να έχει πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, σε τι αλήθεια θα της δημιουργούσε πρόβλημα η παραμονή της στην Ευρωζώνη;
Η δύσκολη θέση της Ελλάδας, η οποία έχει εγκλωβιστεί στο χρέος, στα μνημόνια και στο ευρώ (ανάλυση), χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον της εφόσον δεν απελευθερωθεί από την περιοριστική πολιτική των μνημονίων, καθώς επίσης εάν δεν διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους της (έτσι ώστε να γίνει εφικτή η αντίστοιχη του ιδιωτικού οπότε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων), έχει ως αποτέλεσμα την κυκλοφορία πολλών μύθων – καλοπροαίρετων φυσικά, αλλά μύθων.
Μεταξύ αυτών, οι δήθεν μεγάλες δυνατότητες που θα μας προσέφερε η υιοθέτηση ενός «ευέλικτου» εθνικού νομίσματος – έστω με μία «ρυθμιζόμενη ελεύθερη ισοτιμία» κατά το πρότυπο της Κίνας! Οι δύο αυτές έννοιες βέβαια είναι σε κάποιο βαθμό αντιφατικές μεταξύ τους,αφού η ισοτιμία ενός νομίσματος είναι είτε ελεύθερη, είτε κεντρικά ρυθμιζόμενη – αν και για να απλουστεύσουμε το θέμα υιοθετούμε την ορολογία «Adjustable Peg» (σύνδεση με ένα νόμισμα με μικρές παρεκκλίσεις), υπενθυμίζοντας πως στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν η θέση ήταν «μη ελεύθερα διαπραγματεύσιμη ισοτιμία», η οποία φαίνεται πως άλλαξε.
Εν προκειμένω ως απαραίτητη προϋπόθεση, εκτός από την εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδας, αναφέρεται ένα πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – κάτι που είναι προφανώς λογικό, αφού από το συγκεκριμένο ισοζύγιο, καθώς επίσης από την πολιτική των επιτοκίων που υιοθετείται από την εκάστοτε κεντρική τράπεζα, η οποία όμως έχει σχέση με την οικονομία της χώρας (για παράδειγμα, τα υψηλά επιτόκια ωφελούν μεν την ισοτιμία αλλά μειώνουν το ρυθμό ανάπτυξης, ενώ είναι καταστροφικά όταν ο ιδιωτικός τομέας είναι υπερχρεωμένος), εξαρτάται πράγματι σε μεγάλο βαθμό η ισοτιμία των νομισμάτων απέναντι σε άλλα.
Περαιτέρω, ειδικά όσον αφορά το κινεζικό νόμισμα, παρά τις συνεχείς παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας για να το στηρίξει, υποτιμάται σταθερά (γράφημα) – αφενός μεν επειδή μειώνονται οι εξαγωγές της (πρόσφατα κατά -10%), οπότε το εμπορικό της ισοζύγιο αφού οι εισαγωγές περιορίζονται λιγότερο (-1,9%), αφετέρου λόγω του ότι εκρέουν μαζικά κεφάλαια στο εξωτερικό. Επομένως δεν είναι το καλύτερο δυνατό παράδειγμα, αφού συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ισοτιμίας του γουάν απέναντι στο δολάριο.
Συνεχίζοντας, στην προσπάθεια να υποστηριχθεί ότι, το εθνικό νόμισμα δεν θα υποτιμάται, γίνεται αναφορά στην περίοδο 1953 έως 1973 – όπου η δραχμή ήταν συνδεδεμένη με το δολάριο, σε μία σταθερή ισοτιμία 1:30.Εκείνη την εποχή όμως η χώρα μας εμφάνισε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως άλλωστε ολόκληρη η δυτική Ευρώπη – οπότε μπορούσε φυσικά να στηριχθεί η συγκεκριμένη ισοτιμία.
Οι αιτίες της ανάπτυξης τώρα ήταν αφενός μεν ο πόλεμος που είχε προηγηθεί καταστρέφοντας τις υποδομές κοκ., αφετέρου η αυξημένη παραγωγικότητα των ανθρώπων και το σχέδιο Marshall – ενώ λειτουργούσε σωστά το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, παράλληλα με την υιοθέτηση του κοινωνικού κράτους που ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό την οικονομία.
Από την άλλη πλευρά, δεν αναφέρεται η αρνητική πλευρά της σύνδεσης ενός νομίσματος με ένα άλλο – κάτι που διαπιστώθηκε με το χειρότερο δυνατό τρόπο στην Αργεντινή (άρθρο) η οποία, υιοθετώντας τη σύνδεση του νομίσματος της με το δολάριο για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, τελικά χρεοκόπησε.
Οφείλουμε ίσως να υπενθυμίσουμε εδώ πως μετά το 1973 οι οικονομικές συνθήκες άλλαξαν εντελώς στην Ελλάδα – ενώ άρχισε να παρουσιάζει μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της (γράφημα). Παράλληλα, σημειώθηκαν οι δύο μεγάλες ενεργειακές κρίσεις (1973 και 1979) και αυξήθηκε σημαντικά το κόστος εργασίας από τις ακολουθούμενες τότε πολιτικές – οπότε μειώθηκε σημαντικά η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας (1981 – 2016).
Ήταν λογικό λοιπόν να γίνουν προσπάθειες αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας, καθώς επίσης αντίστοιχες για να ισοσκελισθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μέσω των υποτιμήσεων/διολισθήσεων της δραχμής (υποτίμηση 15,5% το 1983, 15% το 1985, κλπ.) – οι οποίες όμως είχαν σοβαρές επιπτώσεις στον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα να πυροδοτηθεί ο φαύλος κύκλος μισθών-τιμών(λόγω της ανόδου των τιμών αυξάνονταν οι μισθοί, λόγω της ανόδου των μισθών αυξάνονταν ξανά οι τιμές κοκ.), να υιοθετηθεί το 1990 η πολιτική της «σκληρής δραχμής» για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός κοκ.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν πως αφενός μεν η ισοτιμία ενός νομίσματος που διαπραγματεύεται ελεύθερα δεν εξαρτάται από τις δικές μας επιθυμίες και δεν ρυθμίζεται, αφετέρου πως οι υποτιμήσεις δεν λύνουν από μόνες τους τα προβλήματα μίας χώρας– ειδικά εάν έχει καταστραφεί ο παραγωγικός της ιστός, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα μετά από επτά χρόνια κρίσης και επιβολής εγκληματικών μέτρων (ανάλυση).
Οι υποστηρικτές της δραχμής βέβαια το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, αφούθεωρούν ως απαραίτητη προϋπόθεση την άρνηση πληρωμής ολόκληρου του χρέους, καθώς επίσης την έξοδο από την πολιτική των μνημονίων. Εάν όμως η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να μηδενίσει το χρέος της, να μην εφαρμόζει τα μνημόνια, καθώς επίσης να έχει πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, σε τι αλήθεια θα της δημιουργούσε πρόβλημα η παραμονή της στην Ευρωζώνη;
Προφανώς σε τίποτα τόσο σημαντικό. Εν τούτοις, επειδή οι υποστηρικτές της δραχμής εύλογα δεν πιστεύουν πως θα μπορούσε η Ελλάδα να αρνηθεί την πληρωμή των χρεών της παραμένοντας μέλος της Ευρωζώνης, τάσσονται υπέρ της εξόδου – θεωρώντας πως η χώρα μας, με χρεοκοπημένες ακόμη και τις τράπεζες πλέον, είναι τόσο ισχυρή, ώστε να μπορεί να επιβάλλει στους δανειστές τις απαιτήσεις της, χωρίς να υπάρξουν κανενός είδους αντιδράσεις ή/και κυρώσεις. Επίσης πως θα είναι σε θέση να επιβιώσει μετά, χωρίς καν να χρειαστεί χρηματοδότηση από το ΔΝΤ – οπότε όλες οι χώρες που αναγκάσθηκαν να το κάνουν, όπως η Ισλανδία σχετικά πρόσφατα, ήταν απλά ανόητες!
Εμείς δεν θέλουμε βέβαια να κρίνουμε εάν έχουν δίκιο ή άδικο – ενώ συμφωνούμε μαζί τους στο ότι, εάν το αντίτιμο της παραμονής μας στην Ευρωζώνη είναι το οδυνηρό παρόν και το ακόμη πιο οδυνηρό μέλλον που μας επιφυλάσσεται, είναι καλύτερα να την εγκαταλείψουμε το συντομότερο δυνατόν.
Δυστυχώς όμως, δεν έχουμε πειστεί ούτε για τη δυνατότητα άρνησης της πληρωμής του δημοσίου χρέους, ειδικά μετά τις δανειακές συμβάσεις που έχουν υπογράψει οι κυβερνήσεις μας, ούτε για το μέλλον που θα μας επιφυλασσόταν μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη – ενώ δεν θέλουμε να πιστεύουμε σε μύθους και δεν είμαστε τόσο ανεύθυνοι, ώστε να διασπείρουμε ψευδείς ελπίδες στους συμπολίτες μας.
Κλείνοντας, αυτό που μας ενοχλεί ιδιαίτερα είναι οι αναφορές στο τι θα συνέβαινε στο ευρώ, εάν το εγκαταλείπαμε – ειδικά αφού έτσι ή αλλιώς οδηγούμαστε ήδη προς τη δραχμή από τους δανειστές μας(ανάλυση), οι οποίοι δεν έχουν πλέον κανένα λόγο να συνεχίζουν να μας δανείζουν χρήματα.
Εάν πιστεύουμε πάντως ότι, είμαστε σε θέση να τους εκβιάσουμε σήμερα με την απειλή της εξόδου μας από το ευρώ, κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος – ενώ μία τέτοια αντίληψη θα τεκμηρίωνε ότι, δεν έχουμε διδαχτεί ακόμη τίποτα από την κρίση που βιώνουμε, δεν έχουμε κάνει καμία αυτοκριτική και δεν δίνουμε καμία σημασία στις τεράστιες δικές μας ευθύνες έως το 2009, οι οποίες προκάλεσαν την καταστροφή που ακολούθησε.
analyst.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου