Το συμπέρασμα μελέτης που δημοσίευσε ο ερευνητής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Γκέρχαρντ Ρίνστλερ είναι ξεκάθαρο : «Αν ψάχνεις τη σταθερότητα στη ζωή σου, τότε νοίκιασε, μην αγοράζεις»!
«Οσο υψηλότερο είναι το ποσοστό ιδιοκτησίας σε μια χώρα τόσο μεγαλύτεροι και οξύτεροι είναι οι πιστωτικοί κύκλοι» διαπιστώνει ο οικονομολόγος της ΕΚΤ. Και αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά, εξηγεί, και φέρνει ως παράδειγμα τη Βρετανία.
Με ένα ποσοστό ιδιοκτησίας υψηλότερο κατά 72% συγκριτικά με τις ΗΠΑ, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η βρετανική αγορά ακινήτων βίωσε τρεις μεγάλους κύκλους ανόδου και πτώσης των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων και των τιμών των ακινήτων.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου παραδοσιακά η φροντίδα του κράτους προς τον πολίτη είναι σαφώς υψηλότερη και επικρατεί μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, οι καταναλωτές ξοδεύουν τα χρήματά τους περισσότερο για να αγοράσουν ακριβά αυτοκίνητα ή για να κάνουν ταξίδια παρά για να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη.
Το αποτέλεσμα είναι στη χώρα αυτή οι πιστωτικοί κύκλοι στην αγορά ακινήτων να είναι πολύ ήπιοι, οι τιμές να μην έχουν μεγάλα σκαμπανεβάσματα και κυρίως να μη δημιουργούνται μεγάλες φούσκες στις τιμές που κάποια στιγμή σκάνε με αμέτρητα, ως συνήθως, θύματα.
Η αποτύπωση της διάρκειας και του μεγέθους των οικονομικών κύκλων από τους κεντρικούς τραπεζίτες και τους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους και ειδικά η μελέτη της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης οδηγεί τους ειδικούς στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Ειδικότερα οι οικονομολόγοι επινόησαν και εξέλιξαν τη λεγόμενη «μακροπρονοιακή πολιτική» με στόχο να περιορίζουν τις εκρήξεις τιμών και τη δημιουργία φούσκας στις αγορές ακινήτων. Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να το πετύχουν αυτό είναι ο έλεγχος του κόστους δανεισμού.
Με ένα ποσοστό ιδιοκτησίας υψηλότερο κατά 72% συγκριτικά με τις ΗΠΑ, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η βρετανική αγορά ακινήτων βίωσε τρεις μεγάλους κύκλους ανόδου και πτώσης των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων και των τιμών των ακινήτων.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου παραδοσιακά η φροντίδα του κράτους προς τον πολίτη είναι σαφώς υψηλότερη και επικρατεί μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, οι καταναλωτές ξοδεύουν τα χρήματά τους περισσότερο για να αγοράσουν ακριβά αυτοκίνητα ή για να κάνουν ταξίδια παρά για να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη.
Το αποτέλεσμα είναι στη χώρα αυτή οι πιστωτικοί κύκλοι στην αγορά ακινήτων να είναι πολύ ήπιοι, οι τιμές να μην έχουν μεγάλα σκαμπανεβάσματα και κυρίως να μη δημιουργούνται μεγάλες φούσκες στις τιμές που κάποια στιγμή σκάνε με αμέτρητα, ως συνήθως, θύματα.
Η αποτύπωση της διάρκειας και του μεγέθους των οικονομικών κύκλων από τους κεντρικούς τραπεζίτες και τους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους και ειδικά η μελέτη της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης οδηγεί τους ειδικούς στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Ειδικότερα οι οικονομολόγοι επινόησαν και εξέλιξαν τη λεγόμενη «μακροπρονοιακή πολιτική» με στόχο να περιορίζουν τις εκρήξεις τιμών και τη δημιουργία φούσκας στις αγορές ακινήτων. Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να το πετύχουν αυτό είναι ο έλεγχος του κόστους δανεισμού.
Απαιτούνται, δηλαδή, παρεμβάσεις από τις κεντρικές τράπεζες, κάτι που κατά τον Ρίνστλερ απαιτεί πολλή σκέψη. Κυρίως όταν παρατηρούνται αλλαγές σε παλαιές συνήθειες των καταναλωτών – και ο οικονομολόγος της ΕΚΤ αναφέρεται στη Γερμανία, η οποία τα τελευταία χρόνια λόγω των πολύ χαμηλών τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων γνωρίζει μιαν άνευ προηγουμένου άνθηση του real estate, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για τις τιμές των ακινήτων.
«Οι εμπειρικές διαφορές μεταξύ του οικονομικού και του πιστωτικού κύκλου, έτσι όπως ο δεύτερος αποτυπώνεται στα σκαμπανεβάσματα των τιμών των ακινήτων, δικαιολογούν την άσκηση μιας μακροπρονοιακής σταθεροποιητικής πολιτικής που θα διαφέρει από τη νομισματική και τη φορολογική πολιτική» γράφει στη μελέτη του ο Γκέρχαρντ Ρίνστλερ. Και προσθέτει ότι απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για να γίνουν κατανοητά το γιατί οι οικονομικοί κύκλοι δεν συμπίπτουν χρονικά με τους επιχειρηματικούς κύκλους και το πώς θα πρέπει να παρεμβαίνουν διορθωτικά και επανορθωτικά οι αρμόδιες αρχές ασκώντας την προσήκουσα πολιτική.
«Οι εμπειρικές διαφορές μεταξύ του οικονομικού και του πιστωτικού κύκλου, έτσι όπως ο δεύτερος αποτυπώνεται στα σκαμπανεβάσματα των τιμών των ακινήτων, δικαιολογούν την άσκηση μιας μακροπρονοιακής σταθεροποιητικής πολιτικής που θα διαφέρει από τη νομισματική και τη φορολογική πολιτική» γράφει στη μελέτη του ο Γκέρχαρντ Ρίνστλερ. Και προσθέτει ότι απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για να γίνουν κατανοητά το γιατί οι οικονομικοί κύκλοι δεν συμπίπτουν χρονικά με τους επιχειρηματικούς κύκλους και το πώς θα πρέπει να παρεμβαίνουν διορθωτικά και επανορθωτικά οι αρμόδιες αρχές ασκώντας την προσήκουσα πολιτική.
Deutsche Welle
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου