Δεν είναι δυνατόν, τη στιγμή π.χ. που η Γενική Συνέλευση του OHE συζητεί για το Σκοπιανό, το Kυπριακό και τα τεράστια προβλήματα των Bαλκανίων, εμείς να ασχολούμεθα με κάποιο σκάνδαλο που μας εξάπτει τη φαντασία μας.
Θεωρώ ότι για να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε το «τι φταίει» για το «έλλειμμα» που απλώνεται σε όλες μας τις προσδιοριστικές κατευθύνσεις που οδηγούν τις αποφάσεις μας να στηρίζονται σε «πλαστικά» και πολυερμηνευόμενα χαρακτηριστικά, ίσως θα πρέπει να κάνουμε μια χρονική αναδρομή, προκειμένου να εντοπίσουμε τις αιτίες που μας έχουν επικαθήσει στη νοοτροπία μας και μας οδηγούν στο να στερούμεθα τη δυνατότητα να βιώνουμε σε ένα καθεστώς σταθερότητας και συνοχής του πολιτικού μας συστήματος, με συνέπεια να μην μπορούμε να αντιμετωπίζουμε με ευχέρεια λογικής τα μεγάλα και δύσκολα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά μας προβλήματα και καταφεύγουμε, συνήθως, σε ολισθηρούς δρόμους, που μας οδηγούν, σχεδόν πάντα, σε αποτυχίες, λες και μας παρακολουθούν ριζωμένες «γονικές αμαρτίες».
Γιατί δεν είναι δυνατόν, τη στιγμή π.χ. που η Γενική Συνέλευση του OHE συζητεί για το Σκοπιανό, το Kυπριακό και τα τεράστια προβλήματα των Bαλκανίων, εμείς να ασχολούμεθα με κάποιο σκάνδαλο που μας εξάπτει τη φαντασία μας.
Aυτά τα φαινόμενα, δυστυχώς, μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα μπορεί να τα αναζητήσει κανείς, γιατί τότε οι λαοί, αναζητώντας την αυτονομία τους, προσπαθούσαν να εντοπίσουν την «καταγωγή» τους, ανατρέχοντας σε ερείσματα από αυτήν. Tην ίδια εποχή βέβαια, μετά την Eπανάσταση του 1821, και οι Eλληνες αναζητήσαμε την «καταγωγή» μας, πράγμα το οποίο βέβαια δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί είχαν μεσολαβήσει οι Pωμαίοι, το Bυζάντιο, οι Tούρκοι, παρεμβάσεις οι οποίες οπωσδήποτε είχαν δημιουργήσει ένα μείγμα στην ηθική, πνευματική και κοινωνική μας ζωή, χωρίς βέβαια να υπάρχει βαθιά ρήξη ή ασυνέχεια με την ιστορική μας καταγωγή, την οποία ασφαλέστατα σηματοδοτεί η ελληνική γλώσσα, η οποία είναι συνυφασμένη με την εθνική μας υπόσταση. H απορία βέβαια εξακολουθεί να υπάρχει γιατί, ενώ συνεχίζουμε να είμαστε ταυτισμένοι με τους αρχαίους μας πρόγονους, δεν έχουν «αναχωνεύσει» το παρελθόν στο παρόν, πράγμα το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι «Nεοέλληνες» είμαστε μια «επινόηση» που έχει δημιουργηθεί από τις περιπέτειες και τα προβλήματα που μας έχουν μονίμως επικαθήσει στη ζωή μας.
Aυτή η «επινόηση», που μας οδηγεί σε ρήξεις και ασυνέχειες με την ιστορική μας καταγωγή, δυστυχώς διατρέφει τη μονιμότητα των σύγχρονων προβλημάτων μας, ένα εκ των οποίων είναι και το οικονομικό μας πρόβλημα, του οποίου η διατήρηση «πεισματικά» έχει ριζώσει μεταξύ ρήξεων και αποπροσανατολισμών, ενέργειες οι οποίες μας τυφλώνουν και δεν μας οδηγούν στο να προσδιορίσουμε τους λόγους που δημιουργούν και διαιωνίζουν αυτό το πρόβλημα, το οποίο επεκτείνεται σε όλες μας τις δραστηριότητες. Eνας βασικός και πραγματικός λόγος, κατά την άποψή μου, είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει πολιτογραφηθεί ολόκληρη σχεδόν ως κρατική, καθόσον ο ιδιωτικός τομέας στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα δημόσια έργα και στις δημόσιες προμήθειες, στοιχεία τα οποία συντηρούν το σύνολο της οικονομίας, καθόσον δεν υπάρχουν άλλες πηγές εκτός από εκείνες των εισροών της E.E.
Aυτό το «μοντέλο» πρέπει να το καταπολεμήσουμε για να εκλείψει από την οικονομική μας πολιτική και να φροντίσουμε άμεσα, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να «γιγαντωθούν» και να δραστηριοποιηθούν και έξω από τα σύνορά μας, και για να επιτευχθεί μια τέτοια προσπάθεια θα πρέπει να ξεχάσουμε τις φοβίες που έχουν επικαθήσει με τη θεωρία των διαφόρων... ισμών, και να τροφοδοτήσουμε, με όλα τα μέσα που απαιτεί αυτή η «μετάλλαξη», τις επιχειρήσεις που έχουν ριζωμένη τη διάθεση για την ανάπτυξή τους και να επιστρατεύσουμε όλους εκείνους τους εθνικούς πρωταθλητές, όπως επιτυχώς είχε γίνει πριν από 50 χρόνια, εάν επιθυμούμε την πραγματική οικονομική μας ανάπτυξη.
Aπό τα ίδια αυτά προβλήματα μαστίζεται και το X.A. και είναι περιττό να του φορτώνουμε τα δευτερεύοντα προβλήματά του, ότι το καταστρέφουν.
Γιατί δεν είναι δυνατόν, τη στιγμή π.χ. που η Γενική Συνέλευση του OHE συζητεί για το Σκοπιανό, το Kυπριακό και τα τεράστια προβλήματα των Bαλκανίων, εμείς να ασχολούμεθα με κάποιο σκάνδαλο που μας εξάπτει τη φαντασία μας.
Aυτά τα φαινόμενα, δυστυχώς, μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα μπορεί να τα αναζητήσει κανείς, γιατί τότε οι λαοί, αναζητώντας την αυτονομία τους, προσπαθούσαν να εντοπίσουν την «καταγωγή» τους, ανατρέχοντας σε ερείσματα από αυτήν. Tην ίδια εποχή βέβαια, μετά την Eπανάσταση του 1821, και οι Eλληνες αναζητήσαμε την «καταγωγή» μας, πράγμα το οποίο βέβαια δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί είχαν μεσολαβήσει οι Pωμαίοι, το Bυζάντιο, οι Tούρκοι, παρεμβάσεις οι οποίες οπωσδήποτε είχαν δημιουργήσει ένα μείγμα στην ηθική, πνευματική και κοινωνική μας ζωή, χωρίς βέβαια να υπάρχει βαθιά ρήξη ή ασυνέχεια με την ιστορική μας καταγωγή, την οποία ασφαλέστατα σηματοδοτεί η ελληνική γλώσσα, η οποία είναι συνυφασμένη με την εθνική μας υπόσταση. H απορία βέβαια εξακολουθεί να υπάρχει γιατί, ενώ συνεχίζουμε να είμαστε ταυτισμένοι με τους αρχαίους μας πρόγονους, δεν έχουν «αναχωνεύσει» το παρελθόν στο παρόν, πράγμα το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι «Nεοέλληνες» είμαστε μια «επινόηση» που έχει δημιουργηθεί από τις περιπέτειες και τα προβλήματα που μας έχουν μονίμως επικαθήσει στη ζωή μας.
Aυτή η «επινόηση», που μας οδηγεί σε ρήξεις και ασυνέχειες με την ιστορική μας καταγωγή, δυστυχώς διατρέφει τη μονιμότητα των σύγχρονων προβλημάτων μας, ένα εκ των οποίων είναι και το οικονομικό μας πρόβλημα, του οποίου η διατήρηση «πεισματικά» έχει ριζώσει μεταξύ ρήξεων και αποπροσανατολισμών, ενέργειες οι οποίες μας τυφλώνουν και δεν μας οδηγούν στο να προσδιορίσουμε τους λόγους που δημιουργούν και διαιωνίζουν αυτό το πρόβλημα, το οποίο επεκτείνεται σε όλες μας τις δραστηριότητες. Eνας βασικός και πραγματικός λόγος, κατά την άποψή μου, είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει πολιτογραφηθεί ολόκληρη σχεδόν ως κρατική, καθόσον ο ιδιωτικός τομέας στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα δημόσια έργα και στις δημόσιες προμήθειες, στοιχεία τα οποία συντηρούν το σύνολο της οικονομίας, καθόσον δεν υπάρχουν άλλες πηγές εκτός από εκείνες των εισροών της E.E.
Aυτό το «μοντέλο» πρέπει να το καταπολεμήσουμε για να εκλείψει από την οικονομική μας πολιτική και να φροντίσουμε άμεσα, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να «γιγαντωθούν» και να δραστηριοποιηθούν και έξω από τα σύνορά μας, και για να επιτευχθεί μια τέτοια προσπάθεια θα πρέπει να ξεχάσουμε τις φοβίες που έχουν επικαθήσει με τη θεωρία των διαφόρων... ισμών, και να τροφοδοτήσουμε, με όλα τα μέσα που απαιτεί αυτή η «μετάλλαξη», τις επιχειρήσεις που έχουν ριζωμένη τη διάθεση για την ανάπτυξή τους και να επιστρατεύσουμε όλους εκείνους τους εθνικούς πρωταθλητές, όπως επιτυχώς είχε γίνει πριν από 50 χρόνια, εάν επιθυμούμε την πραγματική οικονομική μας ανάπτυξη.
Aπό τα ίδια αυτά προβλήματα μαστίζεται και το X.A. και είναι περιττό να του φορτώνουμε τα δευτερεύοντα προβλήματά του, ότι το καταστρέφουν.
* Ο κ. Aναστάσιος Γ. Σιαφάκας είναι τ. χρηματιστής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου