Η προστασία της ιδιοκτησίας είναι κρίσιμη για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εκτός από το προφανές, την οικονομική υπόσταση των ατόμων, το περιουσιακό δικαίωμα θεμελιώνει και την πολιτική τους αυθυπαρξία, ώστε να αυτενεργούν στο εκλογικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Ας θυμηθούμε ότι οι οικόσιτοι υπηρέτες στερούνταν κατά τον 19ο αιώνα του δικαιώματος του εκλέγειν καθώς θεωρούνταν πλήρως εξαρτημένοι από τα αφεντικά τους.
Με τα Συντάγματά του, το ελληνικό κράτος ανέκαθεν διαφύλασσε εμφατικά αυτό το δικαίωμα. Η εγγύηση του ισχύοντος άρθρου 17, για προηγούμενη και πλήρη αποζημίωση σε περίπτωση απαλλοτρίωσης η οποία καθορίζεται δικαστικά, έχει κατοχυρωθεί πάνω από έναν αιώνα και υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο των αντίστοιχων διασφαλίσεων σε άλλες έννομες τάξεις. Επομένως, γιατί να περιλάβει κανείς το συγκεκριμένο ζήτημα στη συζήτηση για την αναθεώρηση;
Και όμως, ο μέσος πολίτης έχει διαχρονικά την αίσθηση ότι η συνταγματική προστασία είναι τελικά μια φενάκη, μια «μαγική εικόνα». Θεωρεί πως το κράτος ενεργεί ως εχθρός της ιδιοκτησίας, προσβάλλοντας –συχνά κατάφωρα– το δικαίωμα που υποτίθεται πως κατοχυρώνει σε ύψιστο βαθμό. Η ευαισθησία του για το ζήτημα αυτό είναι δικαιολογημένη: βρίσκει έρεισμα στα τραύματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όπου η έγγεια ιδίως ιδιοκτησία αποτέλεσε το σημαντικότερο εργαλείο προσωπικής και οικογενειακής επανεκκίνησης, αν όχι επιβίωσης, εν μέσω πολέμων, πτωχεύσεων και ξεριζωμών. Εξίσου δικαιολογημένη είναι, ωστόσο, και η θεσμική δυσπιστία των πολιτών: εκτός από τα πρόσφατα φορομπηχτικά μέτρα σε βάρος της ακίνητης περιουσίας, οι εκατοντάδες καταδίκες της Ελληνικής Δημοκρατίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μετά το 1975 για προσβολή του συγκεκριμένου δικαιώματος επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Δεν είναι τυχαίο ότι το Στρασβούργο αναδείχθηκε σε κατ’ εξοχήν εγγυητή της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, παρά το ότι η διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το συγκεκριμένο δικαίωμα μάλλον υστερεί ως προς την προστατευτική της διατύπωση σε σύγκριση με το Σύνταγμα.
Υπάρχει επομένως πρόβλημα. Δεν είναι, εντούτοις, τόσο πρόβλημα διατύπωσης όσο πλημμελούς εφαρμογής των συνταγματικών ρυθμίσεων από τον νομοθέτη, τη διοίκηση αλλά και τον δικαστή. Η εξήγηση βρίσκεται μάλλον στον στρεβλό τρόπο με τον οποίο γίνεται συνολικά αντιληπτή η παρεμβατική λειτουργία του κράτους στην οικονομία και την κοινωνία. Οι δημόσιοι περιορισμοί στην ιδιοκτησία, με τη μορφή απαγορεύσεων στον τρόπο εκμετάλλευσης ή επιβολής οικονομικών βαρών, δεν απαιτείται (ούτε νομικά ούτε πολιτικά) να εντάσσονται σε μια δημιουργική πολιτική, στην οποία το κοινό όφελος σταθμίζεται και αιτιολογείται, ενώ το κόστος κατανέμεται με δίκαιο τρόπο ανάμεσα στους ιδιώτες. Με εξαίρεση τον θεσμό της απαλλοτρίωσης, τα βάρη στην ιδιοκτησία αντιμετωπίζονται ως «αναγκαίο κακό» το οποίο υφίσταται ο «άτυχος» πολίτης στο όνομα ενός ομιχλώδους γενικού συμφέροντος. Λείπει η οπτική της εξισορρόπησης των περιορισμών με κάποιο εύλογο αντιστάθμισμα.
Η εξισορρόπηση όμως αυτή προϋποθέτει την αφομοίωση μιας σύγχρονης οικονομικής λογικής για τον κρατικό παρεμβατισμό, λογική η οποία λείπει από το ελληνικό σύστημα. Παρά τις φιλελεύθερες καταβολές και την ευρωπαϊκή συμπόρευση, το ελληνικό κράτος παραμένει και σήμερα έντονα «αγορα-φοβικό». Οσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι η κοινωνική ευημερία επιτυγχάνεται κατ’ αρχήν μέσα από την ορθή λειτουργία της αγοράς, την οποία εγγυώνται με την «αγορακεντρική» τους παρέμβαση οι δημόσιοι θεσμοί, οι περιορισμοί στα οικονομικά δικαιώματα και δη στην ιδιοκτησία θα παραμείνουν παρεξηγήσιμοι, υπερβολικοί και εντέλει αυθαίρετοι. Από τη συγκεκριμένη σκοπιά, στη συνταγματική πρόταση της «Καθημερινής», εύστοχα γίνεται λόγος για αναθεώρηση του ισχύοντος άρθρου 106 ώστε να αναδειχθεί η σημασία της ελεύθερης αγοράς ως θεσμού δημοσίου ενδιαφέροντος. Ο εμβολιασμός του Συντάγματος με την αναγκαία εμπιστοσύνη στην ελεύθερη οικονομία, προϊόν της οποίας είναι και τα περιουσιακά δικαιώματα, καθίσταται απαραίτητος ώστε να διευκρινισθούν τα όρια της επεμβατικής λειτουργίας του κράτους σε αυτά, περισσότερο ίσως και από τον εμπλουτισμό των συνταγματικών διατάξεων περί ιδιοκτησίας με επιπλέον εγγυήσεις. Στόχος ο οποίος, πάντως, θα μπορούσε να επιτευχθεί και χωρίς αναθεωρητικές περιπέτειες, εάν η ελληνική Δικαιοσύνη, ιδίως η Διοικητική, επιδείκνυε την απαραίτητη ερμηνευτική φρεσκάδα και παρρησία στην ανάγνωση του συνταγματικού κειμένου.
* Ο κ. Γ. Δελλής είναι αναπλ. καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
http://www.kathimerini.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου