Πάνε 34 χρόνια από τις δημοτικές εκλογές του 1982. Οκτώβρης ήταν. Με «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και τον λαό στην εξουσία» ή τέλος πάντων μ’ ένα μεγάλο κομμάτι του λαού να περιμένει τη σειρά του για να σιτιστεί από το Δημόσιο, μονοπώλιο μέχρι τότε των γαλάζιων· είχε έρθει ο καιρός για την ολοκλήρωση του πελατειακού κράτους. Με την αίσθηση της αιώνιας παντοδυναμίας που η Ιστορία την έχει εκθέσει και την έχει περιγελάσει αμέτρητες φορές, ο Ανδρέας και οι ανδρεϊστές είχαν αποφασίσει να αναμορφώσουν και τη γλώσσα ή μάλλον το ιδιόλεκτο της πολιτικής. Ωστε η «Αλλαγή» να πάρει σάρκα και οστά και στο πνευματικό πεδίο. Εισήχθη έτσι, το βράδυ της ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο όρος «και οι άλλες (ή οι λοιπές) δημοκρατικές δυνάμεις». Ετσι αναφέρονταν οι εκφωνητές σε όσους αυτοδιοικητικούς σχηματισμούς είχαν επικεφαλής κάποιον του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος διεκδικούσε τη δημαρχία με την υποστήριξη των «μικρών» της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς.
Πονηρούτσικη, αν όχι δόλια, η φράση-τίτλος «Το ΠΑΣΟΚ και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» σήμαινε δύο τινά. Πρώτον, ότι για τη θριαμβεύουσα πασοκική λογική το άλλο μεγάλο κόμμα, η ηττημένη Ν.Δ., δεν συγκαταλεγόταν στις δημοκρατικές δυνάμεις. Και, δεύτερον, ότι πλην του ΠΑΣΟΚ, όλοι οι άλλοι κεντροαριστεροί και αριστεροί κομματικοί οργανισμοί είναι ανώνυμοι. Δεν δικαιούνται κατονομαστική αναφορά. Δεν δικαιούνται δηλαδή αυτοτελή ύπαρξη, αυτόνομη πολιτική παρουσία. Είναι ταπεινά παρακολουθήματα του μεγάλου ΠΑΣΟΚ· δορυφορίσκοι του. Η γλώσσα λοιπόν ανέλαβε να αποτυπώσει τον επεκτατισμό του κόμματος των πρασίνων. Την αδηφαγία του. Και την υπέρογκη αλαζονεία του. Από αποτυχία σε αποτυχία ή μάλλον από θρίαμβο σε θρίαμβο, το ΠΑΣΟΚ του 40%-45% κατέληξε να συγκαταλέγεται αυτό πια στις «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Ας αφήσουμε όμως τον παλιό όρο στο φημισμένο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Η πονηρία του άλλωστε μετανάστευσε ή πήρε μετάθεση για να δώσει υπόσταση σε δύο τρέχοντες όρους: «φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις» αφενός, «μεταρρυθμιστικές δυνάμεις» αφετέρου· συμπίπτουν, πλην όχι εντελώς.
Δεν περιμένει κανείς απόλυτη σαφήνεια και υψηλή προσδιοριστική ευκρίνεια από την κομματική (αλλά και δημοσιογραφική) ορολογία και τιτλοδοσία. Και πάλι όμως δεν είναι πολιτικά ουδέτερη η επιλογή και προβολή των δύο όρων, που ήδη κυριαρχούν στην αγορά. Και δεν είναι διότι αυτό που κάνουν με τη χαλαρότητα και τη γενικολογία τους είναι να αμβλύνουν ή να επικαλύπτουν παραπειστικά το ιδιαίτερο νόημα των επιθέτων «μεταρρυθμιστικές» και «φιλοευρωπαϊκές»· να το εξαγιάζουν. Για ποια Ευρώπη άραγε ο λόγος; Την υπάρχουσα; Οπότε είναι «αντιευρωπαϊστής» όποιος πιστεύει ότι με τη σημερινή δομή και πολιτική της η Ε.Ε. είναι μακριά και από τη δημοκρατία και από την αποτελεσματικότητα; Και για ποιες «μεταρρυθμίσεις»; Ποιων ακριβώς επώδυνων μέτρων αποτελεί ευφημισμό η λέξη αυτή;
Πονηρούτσικη, αν όχι δόλια, η φράση-τίτλος «Το ΠΑΣΟΚ και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» σήμαινε δύο τινά. Πρώτον, ότι για τη θριαμβεύουσα πασοκική λογική το άλλο μεγάλο κόμμα, η ηττημένη Ν.Δ., δεν συγκαταλεγόταν στις δημοκρατικές δυνάμεις. Και, δεύτερον, ότι πλην του ΠΑΣΟΚ, όλοι οι άλλοι κεντροαριστεροί και αριστεροί κομματικοί οργανισμοί είναι ανώνυμοι. Δεν δικαιούνται κατονομαστική αναφορά. Δεν δικαιούνται δηλαδή αυτοτελή ύπαρξη, αυτόνομη πολιτική παρουσία. Είναι ταπεινά παρακολουθήματα του μεγάλου ΠΑΣΟΚ· δορυφορίσκοι του. Η γλώσσα λοιπόν ανέλαβε να αποτυπώσει τον επεκτατισμό του κόμματος των πρασίνων. Την αδηφαγία του. Και την υπέρογκη αλαζονεία του. Από αποτυχία σε αποτυχία ή μάλλον από θρίαμβο σε θρίαμβο, το ΠΑΣΟΚ του 40%-45% κατέληξε να συγκαταλέγεται αυτό πια στις «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Ας αφήσουμε όμως τον παλιό όρο στο φημισμένο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Η πονηρία του άλλωστε μετανάστευσε ή πήρε μετάθεση για να δώσει υπόσταση σε δύο τρέχοντες όρους: «φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις» αφενός, «μεταρρυθμιστικές δυνάμεις» αφετέρου· συμπίπτουν, πλην όχι εντελώς.
Δεν περιμένει κανείς απόλυτη σαφήνεια και υψηλή προσδιοριστική ευκρίνεια από την κομματική (αλλά και δημοσιογραφική) ορολογία και τιτλοδοσία. Και πάλι όμως δεν είναι πολιτικά ουδέτερη η επιλογή και προβολή των δύο όρων, που ήδη κυριαρχούν στην αγορά. Και δεν είναι διότι αυτό που κάνουν με τη χαλαρότητα και τη γενικολογία τους είναι να αμβλύνουν ή να επικαλύπτουν παραπειστικά το ιδιαίτερο νόημα των επιθέτων «μεταρρυθμιστικές» και «φιλοευρωπαϊκές»· να το εξαγιάζουν. Για ποια Ευρώπη άραγε ο λόγος; Την υπάρχουσα; Οπότε είναι «αντιευρωπαϊστής» όποιος πιστεύει ότι με τη σημερινή δομή και πολιτική της η Ε.Ε. είναι μακριά και από τη δημοκρατία και από την αποτελεσματικότητα; Και για ποιες «μεταρρυθμίσεις»; Ποιων ακριβώς επώδυνων μέτρων αποτελεί ευφημισμό η λέξη αυτή;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου