Το αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής για την εκλογή προέδρου στη Ν.Δ., πέραν όλων των άλλων, διέψευσε τους αισιόδοξους οπαδούς του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, αλλά και τους απαισιόδοξους του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι μεν πίστευαν ότι ο Βαγγέλης θα κέρδιζε από τον πρώτογύρο, οι δε ότι ο Κυριάκος θα έχανε το εισιτήριο για τον δεύτερο γύρο από τον Απόστολο Τζιτζικώστα. Τελικά αποδείχθηκε ότι τα μεγάλα κόμματα, τα κόμματα εξουσίας, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται για την απαξίωσή τους, έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και, όταν χρειάζεται, ακούνε τη φωνή και τα μηνύματα της κοινωνίας.
Το πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ότι η υποψηφιότητά του είχε ευρύτερη αποδοχή στην κοινωνία. Η εκτίμηση όλων (Νεοδημοκρατών και μη) ότι «από τους τέσσερις, ο Κυριάκος είναι τεχνοκρατικά ο πιο επαρκής» ήταν αυτή που του έδωσε το εισιτήριο της πρόκρισης για τον τελικό της 10ης Ιανουαρίου. Και είναι σίγουρο πως αν υπήρχε η δυνατότητα στον δεύτερο γύρο να πάνε να ψηφίσουν κι άλλοι -και όχι μόνο αυτοί που ψήφισαν στις 20 Δεκεμβρίου-, ο Κυριάκος θα ήταν το φαβορί της 10ης Ιανουαρίου.
Δυστυχώς γι’ αυτόν οι κατάλογοι έχουν κλείσει και δεν μπορούν να εγγραφούν νέοι ψηφοφόροι. Στον δεύτερο γύρο θα ψηφίσουν μόνον όσοι ψήφισαν στον πρώτο. Αυτή ήταν η συμφωνία των τεσσάρων υποψηφίων και για πολλούς η πιο εύστοχη κίνηση του Μεϊμαράκη.
Για κάποιους άλλους ο αποκλεισμός νέων εκλεκτόρων είναι και το δυνατό χαρτί του Μητσοτάκη. Το επιχείρημα που διακινείται ευρέως, ότι «οι 11 μονάδες διαφορά από τον Μεϊμαράκη θα ήταν εύκολο να καλυφθούν από τον Κυριάκο εάν μπορούσαν να ψηφίσουν κι άλλοι και όχι μόνον όσοι πήγαν στις κάλπες την πρώτη Κυριακή», του προσθέτει μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή, καθώς υποβιβάζει τον Μεϊμαράκη αποκλειστικά σε ρόλο εκπροσώπου του κομματικού μηχανισμού. Και τη σήμερον ημέρα οι πολίτες δεν έχουν σε ιδιαίτερη υπόληψη τους κομματικούς μηχανισμούς.
Η τεχνοκρατική επάρκεια συν την κοινωνική αποδοχή, αλλά και το ευρωπαϊκών προδιαγραφών βιογραφικό, εκτός από το να συνιστούν ένα καλό πολιτικό περιτύλιγμα της υποψηφιότητας Μητσοτάκη τον καθιστούν, σε σχέση με τον Μεϊμαράκη, τον πλέον κατάλληλο αρχηγό για να κερδίσει στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν, τον Αλέξη Τσίπρα.
Κάτι που οι βουλευτές, τα στελέχη και οι οπαδοί της συντηρητικής παράταξης (δεν μπορούν παρά να) το έχουν πρώτο στα κριτήρια των προτιμήσεών τους για τη νέα ηγεσία. Δεδομένης μάλιστα της ήττας Μεϊμαράκη από τον Τσίπρα πριν από τρεις μήνες με 7,5 μονάδες διαφορά, το πλεονέκτημα αυτό του Κυριάκου προσδίδει μεγαλύτερη δύναμη ισχύος στην υποψηφιότητά του.
H κοινωνική αποδοχή
Είναι, όμως, το προβάδισμα στην κοινωνία αρκετό για να εξασφαλίσει τη νίκη στον αγαπημένο υιό του αειθαλούς Κωνσταντίνου Μητσοτάκη; «Ναι», λένε κάποιοι και φέρνουν ως παράδειγμα τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ το 1996, όταν ο έχων μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή Κώστας Σημίτης επικράτησε του Ακη Τσοχατζόπουλου, ο οποίος υπερτερούσε στον κομματικό μηχανισμό. Αλλες εποχές, άλλες συνθήκες, άλλα δεδομένα, όμως τηρουμένων των αναλογιών -και χωρίς φυσικά να κάνουμε συγκρίσεις μεταξύ του Σημίτη και του Κυριάκου Μητσοτάκη- μπορούμε, η αλήθεια είναι, να βρούμε ομοιότητες.Αφενός στην αναγκαιότητα και τα δύο κόμματα (τότε το ΠΑΣΟΚ, σήμερα η Ν.Δ.) να εκσυγχρονιστούν και να προσαρμοστούν στις συνθήκες της εποχής τους και αφετέρου στην ευθυγράμμισή τους με τον γερμανικό άξονα όσον αφορά στη συμμετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι όπως το 1996 οι «νεοφιλελεύθεροι» της Κεντροδεξιάς είχαν ταχθεί υπέρ του Σημίτη, έτσι και οι «εκσυγχρονιστές» της Κεντροαριστεράς τάσσονται, σήμερα, υπέρ του Μητσοτάκη.
Επανερχόμαστε, ωστόσο, στο ερώτημα: είναι αρκετό το προβάδισμα στην κοινωνία να δώσει τη νίκη στον Κυριάκο Μητσοτάκη; «Οχι», απαντούν κάποιοι άλλοι. Και ο βασικός λόγος είναι ότι η εκλογή στη Ν.Δ. γίνεται σε δύο γύρους και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, προσερχόμενος στην τελική αναμέτρηση έχοντας διαφορά 11 μονάδων (και ποσοστό 40%) υπέρ του, είναι δύσκολο να χάσει εάν, όπως βασίμως πιθανολογείται, η συμμετοχή στην ψηφοφορία της 10ης Ιανουαρίου είναι μικρότερη από τις 400.000 της παρελθούσας Κυριακής. Η αποχή οπωσδήποτε ευνοεί τον πρώτο, αρκεί, όμως, να μην προέρχεται από τους δικούς του ψηφοφόρους και οι ψήφοι που έλαβαν οι δύο άλλοι υποψήφιοι να μοιραστούν ισομερώς ή έστω με αναλογία τέτοια που να μην ανατρέπει το προβάδισμά του. Το τι θα συμβεί ουδείς μπορεί να το προβλέψει. Οι δηλώσεις προτίμησης, όπως αυτή του Αδωνη Γεωργιάδη υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη, θα πρέπει σίγουρα να λαμβάνονται υπόψη, αλλά με την απαιτούμενη σχετικότητα, αφού ούτε οι ψηφοφόροι είναι πρόβατα, ούτε οι υποψήφιοι τους έχουν δεμένους.
Η επόμενη μέρα
Τούτων δοθέντων, η μονομαχία της 10ης Ιανουαρίου θα κριθεί από το αφήγημα που θα προσπαθήσουν να παρουσιάσουν για την επόμενη μέρα στη Ν.Δ. και τη χώρα οι δύο υποψήφιοι, αλλά και από τις τρικλοποδιές που θα βάλει ο ένας στον άλλον το επόμενο δεκαπενθήμερο. Οπως μας είπε σημαντικός παράγων της Ν.Δ., ο Μεϊμαράκης θέλει να δώσει την εντύπωση ενός Volvo, σε αντίθεση με τον Μητσοτάκη που εμφανίζεται ως Alfa Romeo. Το ερώτημα είναι τι θα προτιμήσουν οι επιβάτες-Νεοδημοκράτες. Τη στιβαρότητα και την αργή κίνηση ή την ευελιξία και την ταχύτητα για να προσεγγίσουν την εξουσία;Θα προτιμήσουν τη σιγουριά ή το ρίσκο; Θέλουν να ηγείται της αξιωματικής αντιπολίτευσης ένας τεχνοκρατικά επαρκής και ευρωπαϊκών προδιαγραφών πολιτικός όπως είναι ο Μητσοτάκης, έστω κι αν πολιτικά δεν είναι τόσο έμπειρος, ή ένας πολιτικός όπως ο Μεϊμαράκης, ο οποίος διαθέτει εμπειρία στο εγχώριο πολιτικό παιχνίδι, λαϊκό προφίλ, δεν θα διαταράξει την κομματική επετηρίδα και ταυτοχρόνως είναι και ο εκλεκτός του Βούδα της παράταξης Κώστα Καραμανλή; Ειδικά η τελευταία ιδιότητα -και με τη μορφή της αντίθεσης «καραμανλικοί εναντίον μητσοτακικών»- είναι αυτή στην οποία, όπως λένε, θα ρίξει το βάρος του ο Βαγγέλης για να κερδίσει τον Κυριάκο.
Και με τους καραμανλικούς να είναι σαφώς η πλειοψηφούσα τάση στη Ν.Δ., είναι λογικό να έχει το προβάδισμα έναντι του υιού του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Στο σημείο, όμως, αυτό να σημειώσουμε ότι ο Κυριάκος, κινούμενος όντως έξυπνα, προσπαθεί να ξεπεράσει αυτό το δίλημμα, θέτοντας το ερώτημα: «Στασιμότητα ή ανανέωση, παλιό ή νέο;». Η απάντηση σε αυτό δίνει σαφώς το προβάδισμα στον Μητσοτάκη και όχι στον Μεϊμαράκη. Από την άλλη, ο Μεϊμαράκης και οι συν αυτώ προβάλλουν ως μειονέκτημα του αντιπάλου τους το γεγονός ότι ήταν ο υπουργός που ταυτίστηκε απολύτως με το μνημόνιο, έκανε απολύσεις στο Δημόσιο, κατήργησε οργανισμούς κ.λπ. και επομένως εφόσον επικρατήσει ο Μητσοτάκης το προφίλ της Ν.Δ., θα είναι αυτό του νεοφιλελεύθερου κόμματος που απωθεί, ειδικά στις μέρες μας λόγω των πολιτικών λιτότητας που πρεσβεύει, τους πολίτες και όχι του φιλελεύθερου-λαϊκού όπως το ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Βεβαίως, ταυτιζόμενος απολύτως με τον καραμανλισμό ο Μεϊμαράκης κινδυνεύει να χάσει συμμάχους που του είναι απαραίτητοι για να κερδίσει τον δεύτερο γύρο και ιδιαίτερα τους καθαρόαιμους δεξιούς, είτε αυτοί έλκουν την καταγωγή τους από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, είτε έχουν αναφορά στον Αντώνη Σαμαρά, είτε ταυτίζονται με τη ρητορική στελεχών όπως ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης. Το ίδιο, όμως, πρόβλημα έχει και ο Κυριάκος. Εφόσον προστρέξουν σ’ αυτόν οι πούροι δεξιοί, κινδυνεύει να χάσει τους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους της κοινωνίας. Ομως στις 10 Ιανουαρίου δεν έχουμε βουλευτικές εκλογές, έχουμε εσωκομματικές. Ψηφίζουν οι κεντροδεξιοί της Ν.Δ. και μόνον. Και αυτούς, τους κεντροδεξιούς, φιλελεύθερους, μητσοτακικούς, όπως θέλετε πείτε τους, ο Κυριάκος δεν θα τους χάσει.
Αναμονή και ανταλλάγματα
Και μιας και αναφερθήκαμε στον Αντώνη Σαμαρά, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στη δύσκολη θέση που βρίσκεται ο πρώην πρωθυπουργός. Από τη μια είναι ο Μεϊμαράκης, με τον οποίο οι σχέσεις του έχουν διαρραγεί μετά την επίθεση που ο υποψήφιος πρόεδρος της Ν.Δ. εξαπέλυσε εναντίον του, και από την άλλη ο Κυριάκος, που είναι μέλος της οικογένειας των Μητσοτάκηδων, με την οποία ιστορικά έχει εχθρικές σχέσεις. Βεβαίως ο Σαμαράς εκτιμά προσωπικά τον Κυριάκο και οπωσδήποτε τον θεωρεί καλύτερο από τον Μεϊμαράκη. Είναι, όμως, αυτός επαρκής λόγος για να τον στηρίξει; Και αν τον στήριζε, θα τον ακολουθούσαν οι σαμαρικοί που είναι σφόδρα αντιμητσοτακικοί;Το πιθανότερο είναι πως όχι. Και γι’ αυτό ο Σαμαράς δεν πρόκειται να ταχθεί, όπως και στον πρώτο γύρο, υπέρ κανενός. Εξάλλου είναι αρκετοί αυτοί που πιστεύουν ότι αν ο Σαμαράς δεν έχει καταθέσει τα όπλα και θέλει κάποια στιγμή να επιστρέψει, όπως ο Σαρκοζί, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, το καλύτερο γι’ αυτόν είναι να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν, να εκλεγεί πρόεδρος ο Μεϊμαράκης, «ώστε να δούμε μέχρι τέλους όλο το έργο της σύμπραξης Καραμανλή - Τσίπρα».
Παρεμφερή γνώμη φαίνεται ότι έχει και ο Απόστολος Τζιτζικώστας. Και γι’ αυτό ίσως δεν έχει εκδηλωθεί υπέρ ούτε του ενός ούτε του άλλου υποψηφίου. Θεωρεί πως τυχόν επικράτηση Μητσοτάκη κλείνει το θέμα της ηγεσίας ενδεχομένως για μια οκταετία, ενώ αντίθετα η εκλογή Μεϊμαράκη θα διατηρήσει την απροσδιοριστία στη δεξιά παράταξη και μετά από κάποιο διάστημα και εφόσον ο Μεϊμαράκης προσχωρήσει στο «κόλπο» των συναινετικών πολιτικών και των σεναρίων της συνεργατικής κυβέρνησης, το παιχνίδι της αρχηγίας θα ξαναπαιχτεί. Στην περίπτωση αυτή και ο ίδιος μπορεί να επανέλθει στη διεκδίκησή της ελπίζοντας σε στήριξη των καραμανλικών, ως αντάλλαγμα για την ουδέτερη σήμερα στάση του και έχοντας, τότε, ως αντίπαλο τον γιο της Ντόρας Μπακογιάννη, τον περιφερειάρχη Κεντρικής Ελλάδος Κώστα Μπακογιάννη.
Την ίδια άποψη φαίνεται πως έχει και η Ντόρα, η οποία συνεχίζει να στηρίζει τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη επειδή αφενός με αυτόν στην ηγεσία η ίδια θα έχει κάποιο σημαντικό ρόλο, ενώ ταυτοχρόνως ανοίγει ο δρόμος για τον περιφερειάρχη γιο της, ιδίως μετά το κάψιμο του ομόσταβλού του Τζιτζικώστα, αφετέρου επειδή σε περίπτωση εκλογής του Κυριάκου ο δρόμος ο δικός της κλείνει, ενώ του γιου της αποκτά πρόσθετες δυσκολίες. Ο μόνος που δεν έχει προβλήματα στις επιλογές του είναι ο Κώστας Καραμανλής. Στηρίζει εξαρχής και σταθερά τον Μεϊμαράκη, επειδή ο «Βαγγέλας» είναι ο μόνος τιτουλάριος που του έχει εμπιστοσύνη για να του ζεσταίνει τη θέση μέχρι να αποφασίσει αν, πότε και από ποια θέση θα επανέλθει ο ίδιος στο παιχνίδι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου