Η εφαρμογή του «Νόμου Κατσέλη», ως διαδικασία πολιτικής εξαπάτησης, οικονομικού εξανδραποδισμού και κοινωνικής υποδούλωσης των Ελλήνων.

 14449855_163500054098502_7920747662761213388_n
Η μνημονιακή εφαρμογή του Ν. 3869/2010 (»Νόμος Κατσέλη») αποτελεί το πλέον εμφατικό παράδειγμα τής οδυνηρής ιδεολογικής έκπτωσης τής ερασιτεχνικής και ανεπαρκούς κυβερνώσας αριστεράς, η διακυβέρνηση της οποίας όχι μόνο παραβιάζει, κατά τρόπο απροσχημάτιστο και ανενδοίαστο, τις προγραμματικές δεσμεύσεις των κομμάτων της συγκυβέρνησης, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί τη νέα ιστορική εκδοχή της μνημονιακής εκτροπής. 
  Το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από την πρώτη φάση της εκπόνησής του, εμφάνισε οργανωτικές, λειτουργικές και ιδεολογικές αντινομίες, οι οποίες καταδείκνυαν την αδυναμία των συντακτών του να προσδιορίσουν με επάρκεια τους ιδεολογικούς άξονες της αντιμνημονιακής κυβερνητικής του δράσης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρακολουθούσε από απόσταση την δράση των κοινωνικών κινημάτων και ουδέποτε ταυτίστηκε με τις δράσεις τής κοινωνίας των πολιτών, που οδήγησαν στην οριστική αποδρομή του κυβερνητικού εκτρώματος Σαμαρά-Βενιζέλου. 
   Ο προγραμματικός πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, άρχισε σταδιακά να αποκτά χαρακτηριστικά μνημονιακού κυβερνητικού ρεαλισμού, που μετάλλαξαν την ρητορική του και τον κατέστησαν από ριζοσπαστικό κόμμα της δημοκρατικής αριστεράς σε άναρχο μνημονιακό παρακολούθημα των πιο σκοτεινών οικονομικών και πολιτικών δράσεων και επιδιώξεων. Η πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, από πολιτικό φορέα που «θα έσκιζε τα μνημόνια» και θα τα καταργούσε με ένα μοναδικό άρθρο του πρώτου νομοσχεδίου που θα εισήγαγε στη Βουλή προς ψήφιση, μετά την εκλογική επικράτησή του, ταυτίζεται με την επηρμένη ημιμάθεια και τον πολιτικό ερασιτεχνισμό, την αμεριμνησία και την προχειρότητα του αρχηγού του, ο οποίος διαπράττει το έγκλημα της πολιτειακής απάτης, με ανενδοίαστη οίηση και με σκοπό να διατηρηθεί στην εξουσία.
   Τις παραμονές των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, οι σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι κραύγαζαν το σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» και το εκλογικό τους ακροατήριο παραληρούσε, διαμορφώνοντας προσδοκίες απαλλαγής του από τα βαριά ενοχικά δεσμά του. Στην ίδια προεκλογική συγκέντρωση, ο σημερινός πρωθυπουργός, διαβεβαίωνε την κοινωνία των πολιτών ότι η κυβέρνησή του θα «μάτωνε» για να αποτρέψει την πώληση των επιχειρηματικών, των καταναλωτικών και των στεγαστικών δανείων στα ξένα funds και στις νέου τύπου εισπρακτικές εταιρείες που έχουν ήδη ισοπεδώσει την ισπανική μεσαία τάξη. Η παρούσα διακυβέρνηση όμως, όχι μόνο δεν εφάρμοσε τις προγραμματικές εξαγγελίες της για την κατάργηση των μνημονίων και την ανάκτηση της πολιτειακής κυριαρχίας της χώρας, αλλά αντίθετα λειτούργησε ως ο νέος εκτελεστικός φορέας της εφαρμογής των κελευσμάτων του εγχώριου και διεθνούς τραπεζικού συμμοριτισμού. 
    Η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους των »θεσμών», από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθημερινά καταδεικνύει ότι ο αριστερός ερασιτεχνισμός και το πάθος για την εξουσία, όσων υποτίθεται την αντιμάχονταν με κραυγές και συνθήματα από το χώρο της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, έχει τα ίδια αποτελέσματα, ως προς την απώλεια της εθνικής και πολιτειακής κυριαρχίας της χώρας, με τα αντίστοιχα της κυβερνητικής δράσης της δωσιλογικής δεξιάς και της τελούσας υπό ιστορική έκπτωση σοσιαλδημοκρατίας. 
Η απεχθής εικόνα του Γεωργιάδη και του Βορίδη και η προκλητική έπαρση του Βενιζέλου, που υποστήριζε τον πολιτικό σκοταδισμό Σαμαρά, έχει αντικατασταθεί από την τρέχουσα εικόνα των κυβερνώντων αριστερών, με φασίζουσες πινελιές των ΑΝΕΛ, η οποία προκαλεί θυμηδία στον πολιτικό επιστήμονα και τον κοινωνικό παρατηρητή, αλλά οδηγεί την κοινωνία των πολιτών στην απογοήτευση, την απόλυτη παθητικότητα, την απόγνωση και την κατάθλιψη. 
   Εάν η επιλογή μας είναι μεταξύ του Φίλη και του Γεωργιάδη, του Σταθάκη και του Στουρνάρα, του Κουρουμπλή και του Στυλιανίδη, του Σκουρλέτη και του Τζιτζικώστα, τότε το εξαγόμενο πολιτειακό συμπέρασμα είναι το ακόλουθο:
   Μια χώρα, δέσμια της λειτουργίας των πελατειακών της δικτύων και των εξαρτήσεων συναλλαγής και διαφθοράς των παραδοσιακών πολιτικών εκπροσώπων της με τα εγχώρια και ξένα οικονομικά και επιχειρηματικά κέντρα επιδίωξης παραβατικού πλουτισμού, αναζητά νέους τρόπους, μέσα και εικόνες διαιώνισης, με την εξεύρεση και ανάδειξη προσώπων με επιφανειακή φωτογένεια, αλλά οπωσδήποτε σκοτεινή και δυσώδη διανοητική και αισθητική λειτουργία.
 Ποιός άλλωστε θα μπορούσε να μεταλλάξει αποτελεσματικότερα το πολιτικό σύνθημα της ριζοσπαστικής αριστεράς «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» στην κατάπτυστη εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, που σήμερα ψηφίζεται από τους «κοινωνικούς αγωνιστές» βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που καλούνται να κομματιάσουν την αριστερή τους ψυχή, για να μην εγκαταλείψει ο χαρισματικός ηγέτης τους τις κυβερνητικές του ευθύνες; 
   Όμως, ο εξανδραποδισμός της κοινωνίας των πολιτών και η απώλεια της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων, έχει ιστορική ακολουθία πολιτειακών πράξεων και νομικών γεγονότων, που πρέπει να παρατεθούν διεξοδικά, με την ελπίδα ότι οι απογοητευμένοι θα πυκνώσουν και πάλι τις τάξεις των συλλογικών κινημάτων, χωρίς την υπονόμευση των γνωστών Εφιαλτών, αλλά και ότι οι ανυποψίαστοι και υποταγμένοι πολίτες, θα κατανοήσουν ότι σε ελάχιστο χρόνο  θα καταστούν άστεγοι και ανέστιοι. 
  
   Η εκτέλεση του σχεδίου απόλυτης οικονομικής υποδούλωσης της ελληνικής κοινωνίας και υφαρπαγής της ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων, μεθοδεύτηκε με την ψήφιση και εφαρμογή του Ν. 3869/2010 (γνωστότερος ως Νόμος Κατσέλη), ο οποίος, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την τρέχουσα εφαρμογή του, αποτέλεσε και αποτελεί την μεγαλύτερη νομοθετική και πολιτειακή απάτη στην ιστορία των κοινωνιών. Το συγκεκριμένο νομοθέτημα, εμπνεύστρια του οποίου είναι η σημερινή πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, διαμόρφωσε στο κοινωνικό σώμα απατηλές προσδοκίες για την απαλλαγή του από τα επαχθή χρέη, που συγκροτήθηκαν από τον τραπεζικό δανεισμό του. 
Οι περισσότερες καταναλωτικές οργανώσεις, η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της νομικής κοινότητας αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα, με την διασπορά απατηλών μηνυμάτων επικοινωνιακής παραπλάνησης και τρομοκρατίας, οδήγησαν μεγάλο αριθμό πολιτών, ως δανειοληπτών, στην διαδικασία νομικής τους προστασίας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του «Νόμου Κατσέλη». 
   Η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου όμως, ούτε κατ’ ελάχιστο προϋπέθετε ή απαιτούσε την συνδρομή εξειδικευμένης επιστημονικής γνώσης, είτε από το νομικό εκπρόσωπο του δανειολήπτη είτε από τον δικαιοδοτούντα Δικαστή.  Και αυτό επειδή η σύνταξη της αίτησης για την υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και στην πρότερη μορφή του και στην οδυνηρή μνημονιακή του μετάλλαξη, απαιτούσε γνώσεις και ικανότητες βοηθού λογιστή ή μετρίων επιδόσεων πρωτοετούς φοιτητή, οποιουδήποτε τμήματος πανεπιστημιακής σχολής ή τεχνολογικού ιδρύματος. Η βασική λογική τού συγκεκριμένου νομοθετήματος ήταν καθαρά τεχνικού χαρακτήρα και τύπου, η δε διαδικασία υπαγωγής τού δανειολήπτη στις ρυθμίσεις του επέβαλε την συμπλήρωση αίτησης, που περιείχε δύο βασικές στήλες. Στη μία στήλη, εμφανίζονταν τα έσοδα του δανειολήπτη από όλες τις πηγές προέλευσής τους και στην δεύτερη στήλη γινόταν αναλυτική παράθεση των χρηματικών αξιώσεων των δανειστών, ανά περίπτωση δανειακού προϊόντος. Το κριτήριο της δικαιοδοτικής λειτουργίας από το αρμόδιο Δικαστήριο ήταν η αξιολόγηση της οικονομικής ικανότητας τού δανειολήπτη, με βάση τα εισοδήματά του και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής του να ικανοποιήσει τις χρηματικές αξιώσεις των δανειστών του, τόσο κατά τον χρόνο πρώτης εξέτασης της αίτησής του για την έκδοση προσωρινής διαταγής, όσο και κατά την  κρίση του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της τακτικής δικαιοδοσίας και μάλιστα σε δικασίμους που χάνονταν στο μέλλον (2025, 2030 κλπ.).
    Το βασικό χαρακτηριστικό τόσο της υπαγωγής των δανειοληπτών πολιτών στο »Νόμο Κατσέλη», όσο και της δικαστικής κρίσης τής συγκεκριμένης αίτησης, ήταν η πλήρης, απόλυτη και χωρίς καμία αίρεση, αναβλητική ή διαλυτική, αναγνώριση της ονομαστικής αξίας των χρεών, όπως προσδιορίζονταν από τις δανείστριες τράπεζες. Δηλαδή, ο δανειολήπτης που προσέφευγε στη νομική προστασία του «Νόμου Κατσέλη», με μόνη την υποβολή της αίτησής του, προέβαινε και προβαίνει σε πλήρη, ολοσχερή αποδοχή και αναδοχή της ονομαστικής αξίας των χρεών του, όπως αυτές προσδιορίζονται από τα εμπορικά βιβλία κάθε δανείστριας τράπεζας ξεχωριστά. Το αρμόδιο Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να αξιολογήσει το τυπικό κύρος της συμβατικής αιτίας από την οποία απορρέει το δανειακό χρέος, αλλά η δικαιοδοτική του κρίση περιοριζόταν και περιορίζεται απλώς στην διάγνωση της ικανότητας του οφειλέτη δανειολήπτη να εκπληρώσει τις χρηματικές αξιώσεις των δανειστών του, με δεδομένη την εισοδηματική του ικανότητα και την πρόβλεψη της εξέλιξής της στο μέλλον. Έτσι, εάν ο δανειολήπτης είχε ακίνητη περιουσία, αυτή οδηγείτο σε κατάσταση ειδικής διαχείρισης και εκποίησης  και επιφυλασσόταν απλώς νομική προστασία στην πρώτη και μόνη κατοικία του δανειολήπτη, έναντι της μερικής μηνιαίας εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών του έναντι των δανειστών του. Η παγίδευση των δανειοληπτών, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος νόμος περιείχε και μεταβατικές διατάξεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας και της αναστολής των πλειστηριασμών, με απατηλό επικοινωνιακό αποτέλεσμα, ώστε η εφαρμογή του να ταυτιστεί με την προστασία της μικρής και μεσαίας ατομικής ιδιοκτησίας. 
    Στην πραγματικότητα όμως, ο «Νόμος Κατσέλη» κατά την ιστορική ακολουθία της εφαρμογής του, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα εμπνευσμένο και αποτελεσματικό σχέδιο οικονομικής υποδούλωσης των δανειοληπτών και μετάλλαξής τους στο νέο τύπο του κοινωνικού δουλοπάροικου και του πολιτικού απελεύθερου. 
Οι επαχθείς συνέπειες εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου, είναι κυρίως οι ακόλουθες :
    Ο »Νόμος Κατσέλη» αξιοποιήθηκε ως διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης των μελών του κοινωνικού σώματος, ως δανειοληπτών, ώστε σταδιακά η κοινωνική συνείδηση της μεσαίας τάξης να αποδεχθεί ότι η διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας προϋποθέτει την καταβολή ενός ιδιότυπου είδους μηνιαίου ενοικίου στον τραπεζίτη δανειστή.
    Το σύνολο των δανειοληπτών που έχουν υπαχθεί στην διαδικασία του συγκεκριμένου νόμου, έχουν νομιμοποιήσει την καταχρηστική συγκρότηση τού ιδιωτικού χρέους, με την ολοσχερή αποδοχή της ονομαστικής του αξίας, όπως αυτή λογιστικά εκκαθαρίζεται από τους δανειστές. 
    Η ολοσχερής αναδοχή του ιδιωτικού δανειακού χρέους, επιτρέπει την  έγερση  χρηματικών αξιώσεων των τραπεζών, κατ’ εφαρμογή προδιατυπωμένων Γενικών Όρων Συναλλαγών που περιέχονται στις δανειακές συμβάσεις, παρά το γεγονός ότι έχουν κριθεί, με σειρά αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, καταχρηστικοί και επομένως πάσχουν απόλυτη τυπική ακυρότητα, επειδή παραβιάζουν κανόνες δικαίου σαφούς και πρόδηλης έννοιας, οι οποίοι συγκροτούν το νομικό, νομολογιακό και κανονιστικό κεκτημένο της εθνικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
   Η επαχθής συμβατική αιτία που παράγει τις χρηματικές αξιώσεις των δανειστριών τραπεζών, παρά το γεγονός ότι αντίκειται σε ρητές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, διαιωνίζεται σε απρόβλεπτο βάθος χρόνου και διαμορφώνει αδυσώπητα ενοχικά δεσμά, που περιορίζουν την οικονομική και συμβατική ελευθερία των πολιτών και οδηγεί σε υποχώρηση θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. 
   Διαμορφώνει κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον απόλυτης επιχειρηματικής ανομίας των τραπεζών, οι οποίες με σύμμαχο το Νομοθέτη και αρωγό τον Δικαστή, καθιστούν νόμιμες, καταχρηστικές και αθέμιτες οικονομικές αξιώσεις, οι οποίες έχουν συγκροτηθεί λογιστικά, με τρόπο ψευδή και άκυρο και στην κυριολεξία αποτελούν τοκογλυφική επιδίωξη αδικαιολόγητου πλουτισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, που αποσκοπούν στην πλήρη υποκατάσταση των πολιτειακών θεσμών της χώρας. 
    Διαφθείρει την επαγγελματική συνείδηση του δικαιοδοτούντος Δικαστή, ο οποίος δεν ενεργεί ως πολιτειακός εφαρμοστής του δικαίου, αλλά ως δικαιοδοτών υπερλογιστής, ο οποίος δεν εφαρμόζει νομικούς και νομολογιακούς κανόνες, διαφυλάττει κατ’ ελάχιστον ανώτερης ποιοτικής υπόστασης κοινωνικά αγαθά που προσβάλλονται και παραλείπει να εξετάσει το τυπικό κύρος και τελικά τη νομιμότητα δανειακών συμβάσεων, η εφαρμογή των οποίων έχει οδηγήσει σε απόλυτο οικονομικό εξανδραποδισμό την ελληνική κοινωνία. 
   Είναι χαρακτηριστικό της «μύησης» των δικαστικών λειτουργών στην λογιστική δικαιοδοτική λειτουργία, το γεγονός ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο εφαρμογής του »Νόμου Κατσέλη», εκδίδονται καθημερινώς και κατά χιλιάδες Διαταγές Πληρωμής, με την επίκληση στο αιτιολογικό τους της συμβατικής και λογιστικής εφαρμογής προδιατυπωμένων Γενικών Όρων Συναλλαγών, που έχουν κριθεί αμετάκλητα καταχρηστικοί και άκυροι από τα Εθνικά Δικαστήρια και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την έκδοση των συγκεκριμένων Διαταγών Πληρωμής, ο δικαιοδοτών Δικαστής, όχι μόνο δεν ενεργεί αυτεπάγγελτο έλεγχο περί της συνδρομής της καταχρηστικότητας στις δανειακές συμβάσεις, που παράγουν χρηματικές αξιώσεις των τραπεζών, αλλά επιτρέπει την έγερση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των δανειοληπτών πολιτών, στη βάση της συμβατικής και λογιστικής καταχρηστικότητας δανειακών συμβάσεων, που πάσχουν τυπική και ουσιαστική ακυρότητα. 
    Συνεπώς, ο περίφημος «Νόμος Κατσέλη», αποτέλεσε διακεκριμένο μέσο εκμαυλισμού της πολιτειακής και της κοινωνικής συνείδησης, νομιμοποίησε την αθέμιτη, επονείδιστη και καταχρηστική συγκρότηση του ιδιωτικού χρέους των πολιτών, επί τη βάσει της τυπικής και ουσιαστικής ακυρότητας των δανειακών συμβάσεων και διαμόρφωσε συνθήκες άλωσης της δικαιοδοτικής λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας, ως έσχατου οχυρού της προστασίας των συνταγματικών θεσμών.
 Η πρόσφατη νομοθετική μετάλλαξη του «Νόμου Κατσέλη» σε βασικό νομοθετικό και κανονιστικό μέσο περιέλευσης της ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων στα ξένα funds και στους εκπροσώπους των αενάως ανακεφαλαιοποιούμενων, με αιματηρό κοινωνικό μέρισμα, «ευαγών» πιστωτικών ιδρυμάτων, σε συνδυασμό με την εφαρμογή του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ανοίγει τον δρόμο στην βαρβαρική επέλαση των οικονομικών funds, εγχώριων και διεθνών, και στην παραβατική δράση του νέου τύπου εισπρακτικών εταιρειών, που θα ανεχθεί χωρίς κανένα περιορισμό το πολιτικό και διοικητικό σύστημα της χώρας. 
    Βασική επιδίωξη των εμπνευστών του συγκεκριμένου σχεδίου, που εκτελέστηκε και εκτελείται με τη θέσπιση, την εφαρμογή και την μνημονιακή μετάλλαξη του «Νόμου Κατσέλη», ήταν η διαμόρφωση στο κοινωνικό σώμα της πεποίθησης, ότι δεν υπάρχει καμία νομική, κοινωνική ή πολιτειακή διέξοδος, ότι η μιζέρια, η κατάθλιψη και η υποταγή στην επιχειρηματική, πολιτική και οικονομική ανομία είναι ανεπίδεκτη αποτελεσματικής αντιμετώπισης και ότι  κάθε αντίσταση, κάθε άρνηση της προσβολής των καταστατικών αγαθών που συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της κοινωνικής και οικονομικής αξιοπρέπειας των πολιτών, είναι εκ προοιμίου μάταιη και ατελέσφορη. 
  Αυτή ακριβώς η πεποίθηση διαμορφώνεται, με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, από το γεγονός ότι η παρούσα διακυβέρνηση, που επαγγέλθηκε την εφαρμογή πολιτικού προγράμματος εθνικής πολιτειακής κυριαρχίας και κοινωνικής ελευθεροφροσύνης, αποτελεί την σύγχρονη και πλέον σκοτεινή και δυσώδη ιστορική εκδοχή της  μνημονιακής »αριστερής» εκτροπής. 
    Η κυβερνώσα αριστερά, με το μπαστούνι της ακροδεξιάς συγκυβέρνησης και την οπισθοφυλακή της »σοβαρότητας» του Λεβέντη, του »κύρους» του ρυπαρού Ποταμιού και την ανοχή των απελθόντων πολιτικών εκπροσώπων του μνημονίου ( Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ), έχει αναλάβει την διάψευση κάθε προσδοκίας πολιτειακής κάθαρσης, κοινωνικής μεταρρύθμισης και πολιτειακής αλλαγής. Ο εμπνευστής του δημοψηφίσματος του Ιουνίου, είναι εκείνος που εκμαυλίζει και βυσσοδομεί επί της βουλήσεως του εκλογικού σώματος και μετατρέπει την ελληνική κοινωνία σε μνημονιακό υποζύγιο των πιο σκοτεινών πολιτικών και οικονομικών επιδιώξεων. Η εικόνα του αποτελεί την »φωτεινή» εκδοχή του αριστερού δωσιλογισμού, της νέας ιστορικής εκδοχής της προδοσίας των κοινωνικών και πολιτικών οραμάτων για ισότητα, ισονομία, κοινωνική χειραφέτηση και δημιουργική οικονομική ανάπτυξη, χωρίς πολιτικούς και οικονομικούς πατρώνους, που καταλύουν καθημερινά την συνταγματική τάξη. 
     Σήμερα, που τα υλικά χαρακτηριστικά της κρίσης  επηρεάζουν καθοριστικά την ίδια την αξιακή μας υπόσταση, σήμερα που η επιφαινόμενη φωτεινότητα της εικόνας προάγει τις ειδεχθέστερες επιδιώξεις του πολιτικού σκότους, σήμερα που η επιχειρηματική ανομία των τραπεζών υποκαθιστά την λειτουργία των πολιτειακών θεσμών και σήμερα που το «Στουρνάρειο Δίκαιο» ταυτίζεται με τις πολιτικές επιδιώξεις της αναπόδραστης πολιτικής έκπτωσης της κυβερνώσας αριστεράς, μόνον η ακηδεμόνευτη, χωρίς εξαρτήσεις, υστεροβουλίες και σκοπιμότητες ατομική και συλλογική δράση μπορούν να ξαναφέρουν το φως και την ελπίδα στην πολιτειακή λειτουργία και την κοινωνική ζωή. 
Απόλυτος παράγοντας ανάσχεσης της ανομίας που επελαύνει, είναι ηαταλάντευτη αξιακή προσήλωση στις θεμελιώδεις καταστατικές λειτουργίες των συνταγματικών θεσμών και η άσκηση επιστημονικών δράσεων, με χαρακτηριστικά αποτελεσματικής νομικής προστασίας των εννόμων αγαθών και συμφερόντων των προσώπων,  που βάλλονται από την επελαύνουσα ανομία. 
    Στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, η έλλειψη αξιακής προσήλωσης, ο ερασιτεχνισμός, η απουσία επιστημονικής γνώσης και επαγγελματικής εξειδίκευσης, η προσωπική και συλλογική ανεπάρκεια, είναι απόλυτοι σύμμαχοι της αυθαιρεσίας, της ανομίας, του σκότους και της καταστροφής. 
Η οργάνωση των δράσεων άρνησης της ελευθεροφρονούσας κοινωνίας, έναντι της διακυβέρνησης του σκότους, της εκτροπής και της πολιτειακής απάτης, αλλά και  η αντιμετώπιση όλων των μορφών και εκδηλώσεων επιχειρηματικής και οικονομικής ανομίας, που επιδιώκουν την κοινωνική και οικονομική μας υποδούλωση, δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις από τον πολιτειακό στόχο, εσωτερικές αντινομίες και προσωπικές επιδιώξεις.
 Η προστασία των αγαθών  που συγκροτούν τις ίδιες τις αξίες του νομικού και κοινωνικού μας πολιτισμού, απαιτεί αξιακή επιλογή, γνωστική συγκρότηση, προσωπική και συλλογική ικανότητα, όμοιας δύναμης και κύρους με τις ιστορικές επιταγές των καιρών.
 Ένα είναι βέβαιο: Οι πολιτειακοί και νομικοί θεσμοί της χώρας, οι αξίες του ευρωπαϊκού κεκτημένου, που συγκροτούν τις οργανωτικές βάσεις της ίδιας της δημοκρατικής αρχής, είναι επαρκείς και ικανοί να προστατεύσουν τον τρόπο ζωής μας και τα καταστατικά αγαθά της, από κάθε μορφή ανομίας, ακόμα κι αν ο σχεδιασμός της διαπνέεται από την πολιτειακή απάτη της παρούσας διακυβέρνησης και  την νομοθετική έμπνευση της προέδρου της Ένωσης  Ελληνικών Τραπεζών.
Θάνος Παναγιωτόπουλος
Νομικός και Πολιτικός Επιστήμονας-Δημοσιολόγος
Share on Google Plus

About Unknown

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου