CHRISTOPHER DEMBIK*
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές είναι πάντα αρκετά διασκεδαστικές για τους Ευρωπαίους. Η φετινή χρονιά δεν αποτελεί εξαίρεση χάρη στην παρουσία ενός ιδιαίτερα ασυνήθιστου υποψηφίου, του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μοιάζει να έχει βγει κατευθείαν μέσα από κάποιο τηλεοπτικό ριάλιτι. Ο Τραμπ αντιμετωπίζεται ως το αουτσάιντερ της αναμέτρησης και ουσιαστικά δεν κατάφερε ποτέ να προηγηθεί στις δημοσκοπήσεις. Μέχρι στιγμής, ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων εθνικής εμβέλειας της RealClearPolitics υποδεικνύει ότι η Δημοκρατική υποψήφια Χίλαρι Κλίντον προηγείται με 48,6% έναντι 42,1% του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, αυτό που θα μετρήσει ουσιαστικά δεν είναι η ψήφος σε εθνικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο πολιτειών, και ειδικά στις τρεις αμφίρροπες πολιτείες των εκλογών: τη Φλόριντα, την Πενσιλβάνια και το Οχάιο. Σε δύο από αυτές η Κλίντον διαθέτει σαφές προβάδισμα, διεκδικώντας το 47,4% των ψήφων στη Φλόριντα και το 47,8% των ψήφων στην Πενσιλβάνια. Υπολείπεται σε ψήφους μόνο στο Οχάιο, όπου λαμβάνει το 46%, έναντι 46,5% υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ. Οι Ευρωπαίοι μπορούν να ανασάνουν ελεύθερα – ο χειρότερος εφιάλτης τους δεν θα πραγματοποιηθεί. Εκτός και αν συμβεί κάποια έκπληξη της τελευταίας στιγμής.
Για τους Ευρωπαίους μια νίκη του Τραμπ θα συνέβαλε στη σημαντική επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων και θα είχε ως σίγουρη συνέπεια τη μικρότερη συμμετοχή των ΗΠΑ στα διεθνή θέματα, όπως ίσχυε την περίοδο του Μεσοπολέμου. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα έπρεπε να θεωρείται προασπιστής του απομονωτισμού και όχι του συντηρητισμού.
Ωστόσο αρκετοί Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι ακόμα και αν ο Τραμπ εκλεγεί, δεν θα καταφέρει να εφαρμόσει το πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής του, γιατί θα περιορίζεται από τις δικλίδες του συστήματος διάκρισης των εξουσιών. Πρόκειται μάλλον για μια φιλόδοξη άποψη.
Οι Ευρωπαίοι δεν ανησυχούν μόνο για τις οικονομικές πολιτικές που μοιάζει να προτιμά ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Υπάρχει και μια περισσότερο πολιτική όψη που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Οι Ευρωπαίοι δεν αισθάνονται άνετα με την ιδέα μιας νίκης του Τραμπ γιατί τους θυμίζει ότι είναι ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την άνοδο του λαϊκισμού στην ήπειρο.
Ο Τραμπ δεν είναι κάποιος κλόουν, είναι μια αντανάκλαση του φόβου των Αμερικανών απέναντι στη διαδικασία παγκοσμιοποίησης, τη μετανάστευση και την πολυπλοκότητα του κόσμου. Οι ίδιοι ακριβώς φόβοι υπάρχουν και στην Ευρώπη. Υπό αυτή την έννοια, η στήριξη λαϊκιστικών κομμάτων, όπως του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία και της ουγγρικής κυβέρνησης μέχρι τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν αποτελεί σύμπτωση.
Στην πραγματικότητα, για τους περισσότερους Ευρωπαίους, η Κλίντον λειτουργεί ως ασπίδα ενάντια στον λαϊκισμό και ως συνέχεια στο υπάρχον καθεστώς – κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν είναι ακόμα βέβαιο. Πιστεύουν εσφαλμένα ότι η Κλίντον θα μοιραστεί σε μεγαλύτερο βαθμό τους φόβους της Ευρώπης σε σχέση με τον Τραμπ και ότι θα είναι περισσότερο έτοιμη να κάνει παραχωρήσεις. Συγκεκριμένα, αναμένουν παραχωρήσεις από τις ΗΠΑ στη Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση (TTIP) αναφορικά με τη ρήτρα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), καθώς και τη σύσταση ενός μηχανισμού επίλυσης διαφορών ανάλογου με αυτόν που προβλέπει η CETA. Στην πραγματικότητα, όποιος και αν αναδειχθεί νικητής στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, η TTIP θεωρείται ήδη κλινικά νεκρή. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι Ευρωπαίοι, δεν υπάρχει «καλός» υποψήφιος.
Ωστόσο, αυτό που θα μετρήσει ουσιαστικά δεν είναι η ψήφος σε εθνικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο πολιτειών, και ειδικά στις τρεις αμφίρροπες πολιτείες των εκλογών: τη Φλόριντα, την Πενσιλβάνια και το Οχάιο. Σε δύο από αυτές η Κλίντον διαθέτει σαφές προβάδισμα, διεκδικώντας το 47,4% των ψήφων στη Φλόριντα και το 47,8% των ψήφων στην Πενσιλβάνια. Υπολείπεται σε ψήφους μόνο στο Οχάιο, όπου λαμβάνει το 46%, έναντι 46,5% υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ. Οι Ευρωπαίοι μπορούν να ανασάνουν ελεύθερα – ο χειρότερος εφιάλτης τους δεν θα πραγματοποιηθεί. Εκτός και αν συμβεί κάποια έκπληξη της τελευταίας στιγμής.
Για τους Ευρωπαίους μια νίκη του Τραμπ θα συνέβαλε στη σημαντική επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων και θα είχε ως σίγουρη συνέπεια τη μικρότερη συμμετοχή των ΗΠΑ στα διεθνή θέματα, όπως ίσχυε την περίοδο του Μεσοπολέμου. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα έπρεπε να θεωρείται προασπιστής του απομονωτισμού και όχι του συντηρητισμού.
Ωστόσο αρκετοί Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι ακόμα και αν ο Τραμπ εκλεγεί, δεν θα καταφέρει να εφαρμόσει το πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής του, γιατί θα περιορίζεται από τις δικλίδες του συστήματος διάκρισης των εξουσιών. Πρόκειται μάλλον για μια φιλόδοξη άποψη.
Οι Ευρωπαίοι δεν ανησυχούν μόνο για τις οικονομικές πολιτικές που μοιάζει να προτιμά ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Υπάρχει και μια περισσότερο πολιτική όψη που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Οι Ευρωπαίοι δεν αισθάνονται άνετα με την ιδέα μιας νίκης του Τραμπ γιατί τους θυμίζει ότι είναι ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την άνοδο του λαϊκισμού στην ήπειρο.
Ο Τραμπ δεν είναι κάποιος κλόουν, είναι μια αντανάκλαση του φόβου των Αμερικανών απέναντι στη διαδικασία παγκοσμιοποίησης, τη μετανάστευση και την πολυπλοκότητα του κόσμου. Οι ίδιοι ακριβώς φόβοι υπάρχουν και στην Ευρώπη. Υπό αυτή την έννοια, η στήριξη λαϊκιστικών κομμάτων, όπως του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία και της ουγγρικής κυβέρνησης μέχρι τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν αποτελεί σύμπτωση.
Στην πραγματικότητα, για τους περισσότερους Ευρωπαίους, η Κλίντον λειτουργεί ως ασπίδα ενάντια στον λαϊκισμό και ως συνέχεια στο υπάρχον καθεστώς – κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν είναι ακόμα βέβαιο. Πιστεύουν εσφαλμένα ότι η Κλίντον θα μοιραστεί σε μεγαλύτερο βαθμό τους φόβους της Ευρώπης σε σχέση με τον Τραμπ και ότι θα είναι περισσότερο έτοιμη να κάνει παραχωρήσεις. Συγκεκριμένα, αναμένουν παραχωρήσεις από τις ΗΠΑ στη Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση (TTIP) αναφορικά με τη ρήτρα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), καθώς και τη σύσταση ενός μηχανισμού επίλυσης διαφορών ανάλογου με αυτόν που προβλέπει η CETA. Στην πραγματικότητα, όποιος και αν αναδειχθεί νικητής στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, η TTIP θεωρείται ήδη κλινικά νεκρή. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι Ευρωπαίοι, δεν υπάρχει «καλός» υποψήφιος.
* Επικεφαλής Μακροοικονομικών Αναλύσεων της Saxo Bank.
kathimerini.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου